Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Οι ήρωες της ζωής είναι σεμνοί, μιλούν άλλοι για δαύτους

 

….άσε πρώτα την πληγή να γιάνει

Κι ύστερα πάνω στο δέρμα το υγιές

γράψε τις μνήμες

τις καμωμένες απ’ του χρόνου τη σοφία  

(Μανώλης Μπίστας- Το επικίνδυνο της λήθης)

Βραδιάζει! Μια συνηθισμένη μέρα έφτασε στο τέλος της. Καμιά σημασία δεν έχει ο μήνας ή η εποχή. Η ψυχή το ίδιο σφίγγεται όταν βουλιάζει στη θύμηση. Κοιτάζω τις φωτογραφίες τους, πνιγμένες στη σιωπή κι οι λεπτομέρειες της ζωής τους ζωντανές στη θύμηση βαραίνουν ακόμα. Είναι αδύνατο να κρατήσω το μυαλό αλώβητο αυτές τις μέρες των ακοίμητων ψυχών που οι αναμνήσεις, πικρής ζωής σπαράγματα, σε χαρακώνουν.

 Καημένε πατέρα! Έφυγες δίχως να καταλάβεις πως τη μοίρα μας εμείς δεν την ορίζουμε. Μήπως εγώ κατάλαβα όσο ζούσες; Τα χρόνια της στερημένης σου ζωής τώρα τα ξεδιαλύνω. Τώρα που ο θάνατος ελευθερώνει την ψυχή κι οι αλήθειες λύτρωση γίνονται.

Στις φλέβες των χεριών σου γράφτηκε η ιστορία σου, στις βαθιές ρυτίδες του προσώπου σου, στης ψυχής σου τις ραγισματιές, στα όνειρά σου τα σακατεμένα. Κομμάτια η ζωή σου κάτω απ’ το πέλμα του χρόνου, τόσο που απορώ πως όρθιος άντεξες όλα τα χρόνια ετούτα. Και δεν ήταν λίγα.

Λίγους μήνες πριν μας αφήσεις, ήταν από κείνα τα βράδια που ο πόνος γινόταν πιο υποφερτός και καθώς ύπνο δεν είχες, συζητώντας μας πήρε το ξημέρωμα. Πέντε χρόνια μετά κι ακόμα τόσο ζωντανή στη σκέψη μου η κάθε λέξη. Μια νύχτα πως χώρεσε ολάκερη τη ζωή σου; Και τι δεν είπαμε! Για να ακριβολογήσω δηλαδή, εσύ έλεγες. Εγώ λέξη ν’ αρθρώσω δεν μπορούσα. Ήταν εκείνος ο κόμπος στο λαιμό που μ’ έπνιγε κάθε τόσο κι είχε τόση πικράδα. Από μια λέξη πιαστήκαμε, για τη συνείδηση νομίζω, και έγινε ποτάμι και μια όψιμη αντίδραση μ' ένα παράπονο γι αυτά που μια ζωή φυλάκιζες στην ψυχή σου. Αλήθεια, πως έζησες με τόσο πόνο; 

Μου πες, φορτωμένος την πίκρα στα χρόνια της νιότης, για την βαθιά πληγή απ’ των φίλων σου την ανύπαρκτη παρουσία όταν τους χρειαζόσουν. «Μαζί ξεκινήσαμε, μου είπες, φορτωμένοι οράματα μιας αδούλωτης νιότης. Κι ας μην το ‘χαμε σχεδιάσει. Κι ύστερα ανάμεσα σε αληθινά ψέματα ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Δεν κράτησα κακία, δεν σκάλισα ποτέ το βάθος της ψυχής τους, παράπονο το χα μονάχα. Μου κάρφωσαν ένα μαχαίρι στην πλάτη, λες κι έφταιξα εγώ που ήρθε τ’ ανάποδα ο κόσμος»    

Α ρε πατέρα! Κατάλαβες ποτέ πόσο βοηθάει η συνείδηση του χρέους σε ψεύτικες αλήθειες; Το πάθος, το δίκιο, τα ιδανικά, ακόμα κι η αγάπη ζητάει θυσίες κι αντοχές. Μα πάντα υπάρχει η ανθρώπινη πλευρά στο σκηνικό που στήνει η ιστορία. «Είτε γράφεται απ’ τον οβολό, είτε απ’ το αίμα, όπως λέει η Μαρία Λαμπαδαρίδου. Κι ίσως είναι καιρός να την γράψουμε εμείς απ’ την αρχή»

Στην επιβίωση και οι μικρές ιστορίες μεγάλες γίνονται και σ’ ακολουθούν μέχρι τέλους. Έτσι μια μέρα έραψες καινούργια φτερά στην πλάτη, πήρες τη μοναξιά απ' το χέρι κι έφυγες στις εσχατιές του ορίζοντα με την ψυχή γεμάτη πίκρα κι ένα εισιτήριο στην τσέπη με προορισμό τη χώρα της «επαγγελίας» Κάποιοι ορκίστηκαν πως εκεί ήταν η ζωή κι ας το ‘ξερες καλά πως τη ζωή την χαράζουμε μόνο με τα δικά μας χέρια. Μα στο μυαλό αρέσουν τα όνειρα και τα ταξίδια. Αρέσουν οι ιστορίες για ξένους τόπους, άλλες αλήθεια κι άλλες ψέματα. Κι ας δάκρυζαν τα βράδια σου πνιγμένα στον καπνό του τσιγάρου και την πεθυμιά του νόστου, κι ας γίνονταν η πατρίδα με όλα τα δεινά της, η Εδέμ σου.

 Στης γης τα σπλάχνα να φτύνεις αίμα και μαυρίλα σ’ ένα βαγονέτο που σέρνονταν κάθε πρωί στην ίδια σήραγγα κουβαλώντας τον φόβο, την άδεια περηφάνεια, τον τρόμο μιας κατολίσθησης και την αναμονή μέχρι να ακουστεί το καμπανάκι που σήμαινε τη λήξη βάρδιας. Κι ύστερα όταν ξαναγυρνούσες στη ζωή, να ρουφάς τον ανοιξιάτικο αέρα σα να ναι η πιο γλυκιά στερνή πνοή. Κι όπως αδειάζαν τα πνεμόνια και φτεροκοπούσε ο νους πίσω στην πατρίδα ένιωθες την ψυχή να αλαφραίνει κι όλα γινόταν παρελθόν καθώς ανάσυρες ότι καλό είχες φυλαγμένο. Μια μάνα, μια γυναίκα, δυο παιδιά, ένα πεζούλι πέτρινο κάτω απ’ τον ίσκιο της κληματαριάς καταμεσήμερο, μια νύχτα φεγγαριού, γλυκό νανούρισμα στου Αυγούστου την κάψα. Κι έκανες όνειρα που στάλαζαν μια κάποια γαλήνη στην ψυχή, μέχρι που η μνήμη μάτωνε πάλι και θόλωνε τα μάτια.

 Παρηγοριά σου εκείνη η φωτογραφία της μάνας και μια παλιά καρτ-ποστάλ Χριστουγεννιάτικη που φύλαγες στο κομοδίνο με πέντε λέξεις όλες κι όλες. «Μας λείπεις, σ’ αγαπάμε, καλά Χριστούγεννα» Μισοσβησμένα γράμματα με ένα λεκέ από δάκρυ.

Θυμάμαι τα βράδια το πνιχτό κλάμα της μάνας. Έσφιγγε κάθε γράμμα στον κόρφο της, μούσκευε το μαξιλάρι με δάκρυα κι αποκοιμιόταν. Πιστή Πηνελόπη που ύφαινε την αγάπη της γύρω απ’ τη ζωή μας και υπομόνευε. Και το πρωί συνταίριαζε τον πόνο με τη δύναμη, γυναίκα κι άντρας για το σπίτι, τα σταροχώραφα και δυο μικρά παιδιά. Μάζευε τα γεννήματα, ξενύχταγε στ’ αλώνια, έφερνε βόλτα το νοικοκυριό μη και το μαραζώσει ο πόνος. Κι ήταν ν’ απορείς με εκείνο το παράταιρο δέσιμο θέλησης και πόνου από ένα λιανό σώμα. Σε μια κόλα χαρτί έκρυβε τη μοναξιά και την ανημποριά της.

 «Μη νοιάζεσαι για μας …..όλα καλά εδώ….είναι το τρίτο βράδυ που ξενυχτάω στ’ αλώνια περιμένοντας….κανείς δε νοιάζεται για μια γυναίκα που ξενυχτά στις θημωνιές…..κλείνουν τα μάτια μου, μα αντέχω ακόμα…φέτος η σοδειά ήταν καλή ….τρία φεγγάρια πέρασαν χωρίς νέα σου….γράψε μου, είσαι καλά;»

«Μην κλαις…..κάνε υπομονή….έτσι θ’ αντέξω και γω την ξενιτειά……εδώ στα τετρακόσια μέτρα βάθος ο φόβος μεγαλώνει σαν τη μοναξιά, κι όμως δεν νιώθω κούραση όταν σας σκέφτομαι….καλά είμαι…..σύντομα θ’ ανταμώσουμε» Ένας τραυματισμός στο δεξί πόδι σε κράτησε ένα μήνα στο νοσοκομείο.

Κι ύστερα, Νοέμβρης ήτανε απόγευμα, μ’ έναν πρόωρο χειμώνα και το σκυλί που γλυκοκοιμόταν στην εξώπορτα άρχισε να γρυλίζει χαρούμενα. Κι εσύ στάθηκες αναποφάσιστος μπρος στο μικρό καμαράκι, σαν παιδί που γυρίζει δειλά ύστερα απ’ τη σκανταλιά που έχει κάνει. Σ’ εκείνη την παλιά καρό βαλίτσα είχες στριμώξει ελπίδες, όνειρα, ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες για τη μάνα μαζί με μια nivea, μια κούκλα για μένα και μια πάνινη μικρότερη της αδερφής μου που ήταν ενός χρόνου.

Εγώ θα ‘μουν δεν θα ‘μουν έξι. Πιο πολύ απ’ την κούκλα θυμάμαι το πρόσωπό σου. Και το χαμόγελο θλιμμένο μου φάνηκε κι εκείνο. Μέσα απ’ τις θαμπές σκιές του καντηλιού που τρεμόφεγγε το πρόσωπό σου ήταν τόσο χλωμό κι αδυνατισμένο, σαν τα πρόσωπα των αγίων στης μάνας τα εικονίσματα. Εκείνη η έκφραση δεν ξέρω αν ήταν χαρά, λαχτάρα, λύτρωση ή ήττα. Αγκάλιασες τη μάνα με τρυφερότητα και κλαίγατε κι οι δύο. Τώρα το ξέρω. Όταν η ψυχή γίνεται ανέμη, ο σπαραγμός της καρδιάς γίνεται απόγνωση.  

Γύρισες πιο φτωχός απ’ ότι έφυγες. Μάζεψες τ’ απομεινάρια της ζωής και ρίχτηκες στη δουλειά με δόντια και με νύχια να κρατηθείς. «Θα τα καταφέρουμε, είπες, όλα περνούν, φτάνει να είμαστε μαζί»

Σώμα κι αξίνα, χώμα και νερό, λιοπύρια κι ανεμοβρόχια έγιναν ένα σ’ εκείνο τον χέρσο τόπο που φύτρωναν γαϊδουράγκαθα μονάχα κι αγριάδα. Απάγκιαζε κάπως στο σύνορο, εκεί που άρχιζε η πλαγιά γεμάτη βάτα και πέτρα. Έπιανες δουλειά πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος και το απόγευμα περίμενες την καμπάνα του εσπερινού για να γυρίσεις σπίτι. Όργωνες με τέτοια μαστοριά κι ύστερα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα εύκολα άνοιγες λακκούβες και φύτευες μικρά δεντράκια ελιές, τα μπόλιαζες με ιδρώτα κι αγάπη και τα ‘κανες δώρο στον ήλιο. Δούλεψες σκληρά και σιγά-σιγά εκείνο το ρουμάνι έγινε λιότοπος. Συντροφιά σου τα φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας κι εκείνος ο σκύλος ο πιστός, ο Πάντσο, που έτρεχε πάνω κάτω κυνηγώντας σαύρες στις ξερολιθιές και κουρούνες. Άκου Πάντσο, όνομα και τούτο! 

Σε κείνο το λιότοπο άκουγα το ψιθύρισμα των φύλλων όταν ποτίζαμε, μαζί με τη μάνα, τα νιοφύτευτα δεντράκια κουβαλώντας το νερό απ’ το ποτάμι. Κι ως να ανέβω τον ανήφορο χύνονταν το μισό στο δρόμο, μουσκεύοντας τα πόδια μου. Ανάσαιναν τα δέντρα, απ’ τις ρίζες ως τ’ ακροβλάσταρα. Τα βλέπεις, μου λεγες, μαζί με σένα μεγαλώνουν, του χρόνου…καλά να ‘μαστε, θα μάσουμε τον καρπό.

Χρόνια σε παίδευε κείνος ο τόπος. Πώς να αποφύγεις όμως τα αλογάριαστα της ζωής; Δυο χρονιές, η μια πάνω στην άλλη χειμώνας βαρύς και κρύο του διαόλου. Τ’ αφάνισε σχεδόν όλα. Όσα μικρά νιοβλάσταρα δεν πρόλαβαν να ξεπεταχτούν τα ξέρανε ο πάγος. Όρμησε πάλι ο φόβος σαν την αράχνη να υφάνει τον ιστό της. Νύχτες ατέλειωτες μετράγατε μα τα κουκιά δεν έβγαιναν. Κλειστές όλες οι πόρτες.

 «Δεν πληρείτε τους όρους, λυπούμεθα» το πε με στόμφο εκείνος ο λιμοκοντόρος στην τράπεζα όταν πήγες για δάνειο. Και έσκυψες το κεφάλι, κατάπιες την απελπισία γιατί ήξερες καλά πως δεν ήταν οι «όροι» Ήταν εκείνη η καταραμένη υπογραφή κάτω από το «αποτάσσω» που αγόρασε το σχοινί, το περασμένο στο λαιμό μιας μάνας. Τι μπορούσες να κάνεις; Ήσουν, δεν ήσουν είκοσι δυο.

Για λίγο σώπασες. Όσο άκουγα προσπαθούσα να συγκρατήσω τους ανεξέλεγκτους παλμούς της καρδιάς από ένα αβάσταχτο ψυχικό πόνο.

«Γιατί δεν μίλαγες» σε ρώτησα.

 «Έχει πολλά βαστάξει τούτο το σώμα. Είδα πολλές φορές το θάνατο. Είδα την κάννη του όπλου να με σημαδεύει. Μέτρησα αρκετά φεγγάρια απ’ το φεγγίτη του κελιού μου ίσαμε να ‘ρθει ο ύπνος. Γι αυτό αργούν να κλείσουν οι πληγές. Τα χρόνια εκείνα η δικαιοσύνη δεν πέρναγε εύκολα την πόρτα των φτωχικών σπιτιών» μου απάντησες.  

«Κι οι προσδοκίες;»

«Οι προσδοκίες! Ένα όνειρο ήταν. Το δίκιο απ’ το άδικο τρέφεται. Με ποιανού ζυγαριά να ζυγίσεις την αλήθεια;»

Δεν είπες τίποτα άλλο. Αυτή η αναμέτρηση της ζωής με τους εφιάλτες σου, ήταν ήδη αρκετή. Βυθίστηκα και γω στο άδυτο της ψυχής σου για να βρω την άλλη άκρη της αλήθειας. Κι όσο άκουγα τόσο ακόνιζε τη μνήμη μου η θλίψη κι έψαχνα μια ζεστή γωνιά στην ψυχή να τα φυλάξω, να μη χαθούν. Τώρα που και η δική μου διαδρομή γίνεται όλο και πιο μικρή, νιώθω πως πρέπει να βρω τις μνήμες, εκείνες τις κοινές που ήταν δικές σου και δικές μου, να λογαριαστώ μαζί τους χωρίς να φοβάμαι την αλήθεια. Δεν ξέρω, όμως, αισθάνομαι την ανάγκη να τις αφήσω στα εγγόνια και στα δισέγγονά σου για να θυμούνται την ακεραιότητα του χαρακτήρα σου, μα πάνω απ’ όλα να θυμούνται πως το ήθος, η εντιμότητα και η αξιοπρέπεια ήταν οι αξίες που όριζαν πάντα τη ζωή σου. Κι όσα είπα είναι αλήθεια και μοίρα και ιστορία και θύμηση και αγκάθι. Κι ήταν φορές, αλήθεια, που μ’ έπνιγε η οργή κι άλλες που σκέφτηκα πως η καλοσύνη είναι ένα λουλούδι που ευωδιάζει ακόμη και μέσα στη σαπίλα.

Τώρα που ο φόβος ωρίμασε έμαθα τι χαράζει βαθιά αυλακιά στη ψυχή όταν αφήνεται βορά στα όρνεα. Γι’ αυτό γράφω. Δεν είναι απλά αφήγηση του παρελθόντος, είναι η ίδια η ιστορία που υποτάχθηκε σε εκβιασμούς. Πες το απολογία συγνώμης για όσα ανείπωτα δεν μπόρεσα έγκαιρα να αντιληφθώ.

Μια παγωμένη σιωπή έπεσε ανάμεσά μας κι ας έβραζε η σκέψη. Θαρρείς αργούσε πολύ να ξημερώσει. Ποιος ξέρει η καινούργια μέρα τι θα κουβαλούσε στη ράχη της.

Ένιωθα πως κουράστηκες. Όχι απ’ τη συζήτηση. Τα θραύσματα της ψυχής είχαν χαράξει τις ρωγμές που δεν θα έκλειναν παρά μόνο με τη στερνή πνοή σου. Θυμήθηκα τα λόγια της Αλκυόνης Παπαδάκη «ο πόνος θέλει ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει. Όταν δεν υπάρχει γίνεται κοφτερός, σε παίρνει στο κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει ώσπου να σε ρημάξει» Στο πρόσωπό σου φαινόταν καθαρά το ηλιοβασίλεμα της ζωής σου.

Δυο μήνες μετά, ένα σμάρι λευκά περιστέρια, αγγελιοφόροι του Θεού, φτεροκοπούσαν μέσα σ’ ένα εκτυφλωτικό φως κι ύστερα αργά βούλιαξαν στην απεραντοσύνη και χάθηκαν. Ανάμεσά τους και συ με ένα σταυρό στην πλάτη που έγειραν πια τα ογδόντα οκτώ σου χρόνια. Φύσαγε, ευτυχώς, ένα απαλό αεράκι και διευκόλυνε τη ρότα του μεγάλου ταξιδιού σου.

Κάθε φορά που βλέπω την φωτογραφία των γονιών μου, δεν μπορώ να αγνοήσω εκείνα τα βλέμματα που έλαμπαν από αγάπη. Δεν ξέρω από τι υλικό ήταν υφασμένη, στα πενήντα σχεδόν χρόνια γάμου δεν ξέφτισε ούτε μια μέρα.  Έφυγαν με είκοσι χρόνια διαφορά. Πρώτα η μητέρα. Ούτε μέρα, ούτε ώρα, ούτε λεπτό δεν έλειψε η ανάμνησή τους απ’ τη σκέψη μας. Κι ο πατέρας στα κατοπινά χρόνια της απουσίας της, έκοψε την ψυχή του μικρά κομματάκια και τα σκόρπισε στον άνεμο. Κράτησε μόνο το χαμόγελο, κι αυτό κάποιες φορές είχε μια άτονη απόχρωση θλίψης.

«Να το θυμάσαι! Σε δύσκολες μέρες θα ζήσετε. Εμείς αντέξαμε!» Σαν να ακούω την φωνή του.

Α! ρε πατέρα! Πόσο δίκιο είχες! Το ίδιο πεθαίνουνε τα όνειρα και τώρα.

Ψυχοσάββατο αύριο! Αναπαυμένες να είναι οι ψυχές τους!

Μια καληνύχτα από παλιές στιγμές ζωής περασμένης!


Αννίκας...δια χειρός  19 Μαρτίου 2021

                                                 .

                                  


Δεν υπάρχουν σχόλια: