….Ήπιε την τελευταία γουλιά απ’
τον καφέ του, δίπλωσε την εφημερίδα, έβγαλε την ατζέντα του κι έκοψε ένα φύλλο.
Έγραψε:
«Ζητείται Ελπίς»
Ήθελε να πάει στην εφημερίδα, να
δώσει την αγγελία για το αυριανό φύλλο
(Αντώνης Σαμαράκης)
(Αντώνης Σαμαράκης)
Η διαδρομή από το κέντρο της πόλης μέχρι το σπίτι της, ήταν λιγότερο από τριάντα λεπτά. Έβγαλε εισιτήριο για το Μετρό και κάθισε σε ένα παγκάκι περιμένοντας το συρμό. Έκανε ζέστη και το περπάτημα της έφερε κόπωση. Στο υπόγειο είχε δροσιά.
-Γέρασα και δεν είμαι για πολλά,
σκέφτηκε.
Άλλοτε όργωνε την πόλη και στα
μικρομάγαζα γύρω απ’ το κέντρο έβρισκε ό,τι ήθελε. Δεκάδες μικρά φιλόξενα στέκια έκλειναν έξω το θόρυβο και την τρέλα μιας πόλης που δεν χαλάρωνε ποτέ. Της άρεσαν
αυτές οι γωνιές που είχαν χρώμα, μεθυστικές μυρωδιές φρεσκοαλεσμένου καφέ και
μια αύρα που ξυπνούσε μνήμες από παλιά.