Δρόμος ατελεύτητος
Απόμακρη η γαλήνη της ψυχής,
εγκλωβισμένη στην οδύνη της μνήμης.
Πληγή βαθιά που ποτέ δεν θα κλείσει.
Στάλαζε πίκρα η νύχτα.
Σφυρίζοντας το τρένο θρυμμάτιζε το σκοτάδι,
αφήνοντας πίσω του κοιμισμένες τις πολιτείες.
Η επιστροφή πάντα σε βρίσκει εξαντλημένο.
Σ’ ένα μισοφωτισμένο βαγόνι συναντήσεις
που γεννούν έρωτες, όνειρα, σκέψεις.
Τα νιάτα.
Μικρές κλωστές που ενώθηκαν στο ίδιο κουβάρι
με τη δίψα της ψυχής να ζήσει.
Κουβέντες ασύνδετες με το κορίτσι στο διπλανό κάθισμα,
έτσι για να περνά η ώρα.
Ήταν δεν ήταν είκοσι.
Είχε μια υποψία θλίψης.
Τα μάτια της δυο λίμνες σιωπηλές
που ώρες-ώρες σκοτείνιαζαν.
Ποιος ξέρει ο λογισμός ποιο δύσβατο μονοπάτι ανηφόριζε.
Κύλαγε ο χρόνος, βάρυναν οι ώρες
Τα βλέφαρα έκλεισαν.
Ανάμεσα σε βήματα και χαμηλόφωνες κουβέντες,
άκουγες τον αναστεναγμό του ανέμου.
Το φεγγάρι έτρεχε μαζί μας
σέρνοντας απ’ το χέρι ένα σύννεφο.
Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν έντεκα και είκοσι.
Χαμήλωσαν τα φώτα από ώρα.
Σ’ ένα βλεφάρισμα του νου, μια λάμψη στιγμιαία.
Πότε έγινε μαχαίρι κι έκοψε το νήμα της ζωής;
Πότε έγινε κραυγή; Ριπή φλόγας,
καυτός αγέρας σαν από άλλο κόσμο.
Εφιάλτης.
Πνίγηκε ξαφνικά στα ουρλιαχτά η νύχτα.
Κάτω απ’ το βάρος των βαγονιών
συνθλίφτηκε η αγάπη.
Δρασκελώντας τα σπασμένα παράθυρα
μια-μια οι ψυχές ξεγλίστρησαν.
πνιγμένο στα δάκρυα.
Το κορίτσι απ’ το διπλανό κάθισμα, χάθηκε.
Δεν έμαθα ούτε τ’ όνομά της.
Μεσ’ στον ορυμαγδό με πήρε το παράπονο.
Όλο το βράδυ οι ψυχές πηγαινοέρχονταν.
Το ξημέρωμα λευκά κρινάκια άνθισαν και γέμισαν τον τόπο.
Σκέφτομαι κείνες τις μάνες
Δέντρα ξεκλωνιασμένα έμειναν
πετσοκομμένα απ’ τη ζωή
που ποτέ δεν θα ανθίσουν.
Λόγια παρηγοριάς δεν υπάρχουν
Ξοδεύτηκαν στη νύχτα του μυαλού μου.
Στην άβυσσο των ενοχών,
Στο περιθώριο της ιστορίας.
Λένε γι αυτόν που
γράφει στίχους, πως ταξιδεύει με τις λέξεις. Όταν η βαριά μυρωδιά του θανάτου
φτάνει μέχρι το σαλόνι σου, μπαίνεις
στον πειρασμό να προσθέσεις τις δικές σου σκέψεις στο περιθώριο της πιο πικρής
στιγμής, σαν παρένθεση, προσπαθώντας να εξηγήσεις πως βρέθηκες μέσα στους
στίχους. Και πάλι, τι να πεις; Λόγια που ¨εν βρασμώ¨ λέγονται κι ύστερα τα
παρασύρει ο άνεμος για να χαθούν στη μελαγχολία της θύμησης.
Ταξίδεψα νοερά μ’ εκείνο το τρένο και είδα κάτω απ’ τα
συντρίμμια τον πόνο με τα πιο μελανά χρώματα. Αν οι λέξεις είναι καρφιά, δεν
σημαίνει απελπισία.
Πρέπει να συνυπάρξουν με το βάρος της αλήθειας, να μην
πνιγούν στις κραυγές όσων χάθηκαν, να μη
μείνουν στο περιθώριο της ιστορίας.
Ήταν η συμμετοχή μου στο 30ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε με άψογο τρόπο η Αριστέα, με οδηγό τις λέξεις ΄΄ δρόμος, διαδρομή, πορεία΄΄ Συγχαρητήρια στην Χριστίνα (Batterfly) για την πρώτη θέση, αλλά και σε όλους τους συμμετέχοντες. Πρώτος ή τελευταίος καμιά σημασία δεν έχει. Άλλωστε με το ίδιο καράβι διασχίζουμε τον ωκεανό της ποίησης, χτίζοντας δικές του μνήμες ο καθένας, με τρόπο ιδιαίτερο και στόχο πάντα το συναίσθημα του αναγνώστη.
Συγχαρητήρια και πολλές από καρδιάς ευχαριστίες στην Αριστέα για την διεξαγωγή του Συμποσίου με την ευχή να αφουγκράζεται τον ψίθυρο, την κραυγή, τη μνήμη κυρίως όμως το κάλεσμα της ψυχής να εκφραστεί.
Ως το άλλο Συμπόσιο να είστε καλά!
Αννίκα