................................................................................
Ο Ηπειρώτικος χειμώνας είναι δύσκολος.ποιος δεν το ξέρει; Μουρμουρίζεις σιγανά έτσι για να παρηγορήσεις τον εαυτό σου, γιατί προτιμάς να δικαιολογείς τους άλλους παρά να τους κατηγορείς.
Κι εσύ κάποτε, μισόν αιώνα πριν, όταν πρωτοπάτησες το πόδι σου σε τούτα τα ορεινά μέρη, το γνώριζες καλά πως η ζωή στα βουνά είναι δύσκολη μετά τον Χαμένο- έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι τον Νοέμβρη.
Μα δεν ήταν μόνο οι δύσκολες καιρικές συνθήκες, που έπρεπε να αντιμετωπίσεις, αλλά και η αγραμματοσύνη των κατοίκων, η αμάθεια και η φτώχεια.
Τέτοια φτώχεια ούτε που την είχες φανταστεί ποτέ κι ούτε μπορούσες να την περιγράψεις στα γράμματα που έστελνες στους δικούς σου.
Προσπαθούσες να τους μιλήσεις για τα παιδιά που τριγυρνούσαν ξυπόλητα, για τους μικρούς μαθητές που έρχονταν στο σχολείο χωρίς πανωφόρια, για την πηχτή λασπουργιά που παπλάκιζε κάτω απ' τα πόδια σου.
Δεν τους ανέφερες ποτέ για τις στερήσεις που έκανες για να αγοράζεις βιβλία και γλυκά για τους μικρούς σου μαθητές, ούτε για τα ταξίδια σου τις Κυριακές στα γύρω χωριά όπου μετά τον εκκλησιασμό μοίραζες στα παιδιά σοκολάτες σε γαλάζια περιτυλίγματα και περιοδικά με χρωματιστές εικόνες.
Μοίραζες τα δώρα σου κι ύστερα έπαιζες μαζί τους και συγχρόνως περιεργαζόσουν τις φυσιογνωμίες τους γιατί ήθελες να κουβαλάς στην επιστροφή μαζί σου τις εικόνες των χαρούμενων παιδιών.
Δεν αποκάλυψες ποτέ σε κανέναν τον πόνο που σου προκαλούσε η απουσία των δικών σου, η απόσταση που σας χώριζε.
Ούτε μίλησες ποτέ για τη στενοχώρια σου για κείνο το πουκάμισό σου, αυτό με το δαντελωτό γιακαδάκι,
Ο Ηπειρώτικος χειμώνας είναι δύσκολος.ποιος δεν το ξέρει; Μουρμουρίζεις σιγανά έτσι για να παρηγορήσεις τον εαυτό σου, γιατί προτιμάς να δικαιολογείς τους άλλους παρά να τους κατηγορείς.
Κι εσύ κάποτε, μισόν αιώνα πριν, όταν πρωτοπάτησες το πόδι σου σε τούτα τα ορεινά μέρη, το γνώριζες καλά πως η ζωή στα βουνά είναι δύσκολη μετά τον Χαμένο- έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι τον Νοέμβρη.
Μα δεν ήταν μόνο οι δύσκολες καιρικές συνθήκες, που έπρεπε να αντιμετωπίσεις, αλλά και η αγραμματοσύνη των κατοίκων, η αμάθεια και η φτώχεια.
Τέτοια φτώχεια ούτε που την είχες φανταστεί ποτέ κι ούτε μπορούσες να την περιγράψεις στα γράμματα που έστελνες στους δικούς σου.
Προσπαθούσες να τους μιλήσεις για τα παιδιά που τριγυρνούσαν ξυπόλητα, για τους μικρούς μαθητές που έρχονταν στο σχολείο χωρίς πανωφόρια, για την πηχτή λασπουργιά που παπλάκιζε κάτω απ' τα πόδια σου.
Δεν τους ανέφερες ποτέ για τις στερήσεις που έκανες για να αγοράζεις βιβλία και γλυκά για τους μικρούς σου μαθητές, ούτε για τα ταξίδια σου τις Κυριακές στα γύρω χωριά όπου μετά τον εκκλησιασμό μοίραζες στα παιδιά σοκολάτες σε γαλάζια περιτυλίγματα και περιοδικά με χρωματιστές εικόνες.
Μοίραζες τα δώρα σου κι ύστερα έπαιζες μαζί τους και συγχρόνως περιεργαζόσουν τις φυσιογνωμίες τους γιατί ήθελες να κουβαλάς στην επιστροφή μαζί σου τις εικόνες των χαρούμενων παιδιών.
Δεν αποκάλυψες ποτέ σε κανέναν τον πόνο που σου προκαλούσε η απουσία των δικών σου, η απόσταση που σας χώριζε.
Ούτε μίλησες ποτέ για τη στενοχώρια σου για κείνο το πουκάμισό σου, αυτό με το δαντελωτό γιακαδάκι,