Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Πρωτοχρονιά με χιόνια.


Όλη τη νύχτα ο αέρας φυσούσε ουρλιάζοντας κυνηγημένος απ’ την οργή του χιονιά. Κατέβαινε απ’ τη Πάρνηθα ίσαμε κάτω στην πόλη, που κουκουλωμένη στα ζεστά σκεπάσματα κοιμόταν ακόμα. Στους δρόμους η κίνηση λιγοστή, σχεδόν ανύπαρκτη. Όσοι αποφάσισαν να βγουν τέτοια ώρα, ένιωσαν στο πετσί τους τη μανία του παγωμένου αέρα. Στην αναλαμπή της λάμπας απ' τους φανοστάτες του δρόμου, έβλεπες το χιόνι που έπεφτε πότε μαλακά, ήσυχα και πότε θυμωμένα χορεύοντας σ’ ένα δικό του σκοπό. Πέντε ξημερώματα...... φαινόταν να το στρώνει. Κάποια

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Γλυκά Χριστούγεννα - Π. Παπαχριστοδούλου


                 Κυρά Θεοτόκο εκοιλοπόνα, εκοιλοπόνα και παρακάλειε
Επαρακάλειε τους άγιους όλους, τους άγιους όλους τους αρχαγγέλους
Τους αρχαγγέλους, τους αποστόλους
-Βοηθήστε με σ’ αυτή την ώρα, τη βλογημένη τη δοξασμένη.
Ώσπου να πάνε και να γυρίσουν , μαμμή να φέρουν ,
Χριστός γεννάται
Σαν ήλιος φέγγει, σαν νιό φεγγάρι, σαν νιό φεγγάρι το παλλικάρι.

(δημοτικό Θράκης)

  Η κόνα Σουλτή ακούοντας τα κάλαντα της γέννας της Παναγίας έκλαψε πάλι. Πενήντα χρόνια, αφότου ένοιωσε τον εαυτό της, κλαίει κάθε φορά βάζοντας με το νου της τη δύσκολη ώρα «της Θεοτόκου», όπως έλεγε, και τη μοναξιά της σε μια τέτοια ώρα. Και αντί να χαίρεται, έκλαιε με τη φωνή και σαν της περνούσε ο πόνος και η συγκίνηση, χαιρότανε πάλι για τη χαρά της μέρας.
  Γιαυτό και σα ετοίμασε το σπίτι της και στόλισε με τα παλιά της χαλιά και γιάνια κι άπλωσε το μεγάλο της χαλί στο σοφά της και θύμιασε με μόσχους τα δωμάτιά της, ξεκίνησε για την εκκλησιά. Εκεί μπροστά στον Αρχάγγελο με το σπαθί στο χέρι, στη δεξιά θύρα του ιερού, στάθηκε και φίλησε το χέρι του Παπαμόσκου και του παράδωκε στα παχουλά του χέρια την προσφορά της, που τη ζύμωσε μόνη, μαζί με το θυμίαμά της σ’ ένα χαρτάκι, τυλιγμένη σ’ ένα ψηφωτό πετσετάκι, έργο των χεριών της –όταν κορίτσι της σειράς ετοίμασε τα προικιά της- Η κόνα  Σουλτή ασπάστηκε ύστερα τις εικόνες με τη σειρά, κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες και σταυρούς. Και τελειώνοντας το προσκύνημα κάθησε σ’ ένα στασίδι κι από κει ακολούθησε με τα χείλη της την ακολουθία του εσπερινού, σιγοψέλνοντας τα χρυσά τροπάρια, ώσπου έφτασαν και στο τροπάρι της γέννησης, που βροντοφώνησαν ο δεξιός ψάλτης και ο αριστερός μελωδικώτατα: «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών……….»
  Στο έβγα της μαζί μ’ άλλες γυναίκες της γειτονιάς, ψιλοχιόνιζε. Χιόνι πα στο χιόνι. Έτσι χιονισμένη

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Χριστούγεννα Ορφανά - Π.Παπαχριστοδούλου


  Πέρασαν τα μεσάνυχτα. Το είπαν οι κόκκορες. Προχώρησε η νύχτα. Οι ώρες σαν χρόνια ατέλειωτα αργοδιάβαιναν, ώσπου πήραν τα βαθειά χαράματα. Τότες έγινε το θάμα. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρούμενα, μελωδικά. Ο μαχαλάς όλος στο ποδάρι. Δεν έμεινε σπίτι, που να μη ‘τοιμάστηκε για την εκκλησία.
  Τα τζάκια έκαιαν, τα φαγιά έβραζαν, και η κόνα Μαυροδέσσα έστησε τον τέντζερη με την κότα. Μια σούπα κι ένα κομμάτι κρεατάκι ήταν αρκετό για να βγουν από τη σαρακοστή, να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού.
  Και ξεκίνησαν για την εκκλησία αλλαγμένες και παστρικές. Πήγαιναν με τα πρόσωπα χαρούμενα, με την όψη γιορτινή. Στον κόσμο μπροστά ήξεραν να κρύβουν τη λύπη τους. Και μέσα στην κατάφωτη εκκλησία τους λαμπερούς και χαρούμενους άγιους, μέσα στη χαρά του κόσμου, την κατανυχτικιά λειτουργία, δεν έβγαλαν ένα αχ μάνα και κόρη. Δεν απόδειξαν τη λύπη τους. Δεν είπαν