Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Ημέρα της γης!




Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.

Γιώργος Σεφέρης





Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους
 Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 

Κ. Καβάφης







Έως πότε Κύριε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ' εμέ (ψαλμ. Δαυίδ)


Ανάσταση κεκλεισμένων των θυρών, απλή και λιτή, καθόλου απαστράπτουσα. Μια Ανάσταση μοναξιάς, προδοσίας, που ξέμεινε στο φιλί του Ιούδα, που έσβησε τις πατημασιές των χρόνων, τη μνήμη, τις λέξεις, σαν να έκοψε σε χιλιάδες κομματάκια τη ψυχή μας και τη σκόρπισε στον άνεμο. Μια διαφορετική Ανάσταση που έμοιαζε περισσότερο με  "ζωή εν τάφω "
Σε ποιο πλανήτη μετανάστευσε το φως; Η νοσταλγία πόσες άφησε στη σκέψη μας πληγές; Ζωή φτηνή, ξένη, αιχμάλωτη της μοναξιάς, καταδικασμένη στα όρια της απόστασης. Καινούργια σημάδια των καιρών, σκιές και στιγμές κρεμασμένες στο τσιγκέλι μιας ελπίδας. Μέρα τη μέρα ασήκωτη η προσμονή που στο όνομα μιας προστατευμένης αγάπης θρύψαλα γίνεται κάτω απ’ το πέλμα της αβεβαιότητας.
Μια λεπτή συγκίνηση και μια χαμηλόφωνη θλίψη την ώρα που το δεύτε λάβετε φως ξέφυγε απ’ του σαλονιού την τηλεόραση και σύρθηκε σύρριζα στην κορνίζα του παραθύρου για το διπλανό μπαλκόνι. Άστραψαν τα σκοτάδια ως τα σύνορα του ορίζοντα απ’ τα αναμμένα κεριά. Μίκρυναν οι σκιές. Ένα θεϊκό φως σαν αγιοράντισμα φώτισε πρόσωπα και ψυχές, χαρά και πόνο, ζωή και θάνατο.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Μια σιωπηλή Άνοιξη



 «Έτσι μας τύλιξε η ερημιά του Απρίλη» Το μόνο που συγκράτησα από ένα ποίημα. Ήταν η αφορμή για να γράψω, παρόλο που δεν είχα κατά νου καμιά ανάρτηση. Ανοχύρωτους μας βρήκε φέτος η Άνοιξη.
 Ο ήλιος έκανε τα φυλλώματα ν’ αστραποβολήσουν απ’ την πρωινή δροσιά κι έριξε μια λοξή αγουροξυπνημένη αχτίδα στο παράθυρο της φυλακής μου. Λάθρα τρύπωσε ένα αεράκι στο αγιόκλημα σαν θρόισμα που αφήνει απαλά ένα χάδι. Πήρε την γύρη απ’ τα ανθισμένα λουλούδια και την σκόρπισε, έπαιξε για λίγο μ’ ένα κότσυφα που κείνη την ώρα άφησε την φωλιά που έφτιαξε με εφτάκλωνες περικοκλάδες και τρύπωσε στον κισσό για ασφάλεια  ρίχνοντας κλεφτές ματιές τριγύρω για τον φόβο των περιοριστικών κι ύστερα πέρασε ανάμεσα απ’τα σπίτια και τις αυλές και τράβηξε κατά το βουνό. Εκεί τα μέτρα ήταν λίγο πιο χαλαρά.
Στις κορυφογραμμές της Πάρνηθας μερικές πινελιές σκούρα συννεφάκια σαν βαμμένα τσίνορα έμοιαζε να πυκνώνουν απειλητικά. Μπορεί και να βρέξει σκέφτηκα. Καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς πουθενά δεν θα πάμε.


Απ’ τα κλειστά παράθυρα η θέα του έξω κόσμου  φτάνει μέχρι τον κήπο.