Κυριακή βράδυ. Περασμένα μεσάνυχτα! Ήσυχη η πόλη κοιμάται! Οι ρακένδυτοι επαίτες αποσύρθηκαν στη γωνιά τους, τυλίγοντας σε βρώμικες κουβέρτες τη ζωή που αιμορραγεί. Η μοναξιά φτιασιδωμένη περιφέρεται σε βρώμικα πεζοδρόμια.
Στο γωνιακό καφενείο ένας μόνο θαμώνας σκυμμένος πάνω από ένα ποτήρι δραπετεύει για λίγο από ένα αδιάφορο παρόν. Μακριά τα βράδια του χειμώνα και οι μνήμες αβάσταχτες. Θολώνει το βλέμμα, τα χέρια τρέμουν, μια γκριμάτσα που δεν είναι ούτε γέλιο ούτε κλάμα. Τρικλίζοντας με βήμα αβέβαιο φεύγει. Κάτω απ’ τον φανοστάτη κοντοστέκεται, την ίδια ώρα που δυο νότες, θλιμμένες κι αυτές, ξέφυγαν από ένα αχνά φωτισμένο παράθυρο. Δεν ξέρει πολλά από νότες, όμως η μελωδία μιλάει στην ψυχή του.
Με ένα χαμόγελο συνέχισε το δρόμο του. Κάνει ψύχρα, τα χείλη του είναι μπλαβά. Η μουσική είναι που τα ‘κανε να τρέμουν; ή η παγωνιά της ψυχής του. Τυλίγεται στο παλτό του. Η σκιά του σέρνεται στα φθαρμένα πλακόστρωτα που μισοφωτισμένα παγιδεύουν τα όνειρα.