Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγκους ν' ανεβαίνει στα ουράνια; Ε λοιπόν ούτε είδες, ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα- ήτανε αντέτι*-και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ' αλάνι κι από το κάθε δώμα, τον κάθε μαχαλά, αμολάρανε τσερκένια*. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο που δεν βρίσκανε θέση τα πουλιά. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με τους αγγέλους.
Θα μου πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίναμε κάπου κι αμολάραμε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν 'αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζόταν μεγάλη μαστοριά και τέχνη να αμολάρεις το τσερκένι σου.
Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν' ανεβαίνει στα ουράνια. Να για να καταλάβεις. Ξέρεις το εικόνισμα που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό κρατώντας μια πασχαλιάτικη κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο ήτανε.
( Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του
Κ. Πολίτη : Στου Χατζηφράγκου) Ένας πρόσφυγας απ'τη Σμύρνη διηγείται με νοσταλγία το έθιμο των χαρταετών κατά την Μεγάλη Σαρακοστή
πηγή: Google κείμενα λογοτεχνιας