Απόψε είδα στον ύπνο μου τον πατέρα.
Τόσο χαρούμενο, τόσο γεμάτο φως.
Δεν μίλησε, μόνο μου χαμογέλασε.
Κάθισε ύστερα στη πέτρα της αυλής,
όπως το χε συνήθειο κι έλαμπε ολόκληρος.
Ένα φως από κείνο που έπαιρνε το πρόσωπό του όταν γύριζε απ’ τους αγρούς
Ένα φως από κείνο που έπαιρνε το πρόσωπό του όταν γύριζε απ’ τους αγρούς
γεμάτος ιδρώτα και δάκρυ αρμυρό
σπέρνοντας σε ξερό χώμα ελπίδες και όνειρα.
Κι είχε μια αρχοντιά μια περηφάνεια.
Μου κράτησε το χερι, με κοιταξε στα ματια
σα να μου’ λεγε «μη φοβάσαι εδώ ειμαι ‘γω»
Κι είχαν τα μάτια του μια αλήθεια.
Χαμογελούσε ακομη όταν σιγά-σιγά χανόταν η μορφή του.
Ξύπνησα... κι ένιωσα μια δύναμη να απαλύνει τις επώδυνες μνήμες
και μια απεραντη
γαλήνη.
Αννίκα