Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Μια παλιά φωτογραφία


Λένε πως η μνήμη κάποτε γερνά και φυλλορροεί, μα πάντα γυρίζει στα καλντερίμια των χρόνων που πέρασαν, σαν τις ψυχές που φρουρούν τα ερείπια.
 Σκαλίζοντας τα συρτάρια μια παλιά φωτογραφία, κιτρινισμένη πια απ'το χρόνο, με γύρισε 60 χρόνια πίσω. Εικόνες απ' τα χρόνια της παιδικής αθωότητας ως την πρώτη ανέμελη νιότη γέμισαν τη ψυχή με νοσταλγία. Εκεί στο σούρουπο ξεφυλλίζοντας το τεφτέρι της ζωής ζωντάνεψαν οι μνήμες λες και ο χρόνος δεν τις άγγιξε ποτέ.

 Θράκη, η γέφυρα ανατολής και δύσης. Στην πολυτάραχη ζωή της,
αυτή η άκρια της Ελλάδας, η χώρα με τη μακρά ιστορική πορεία και τα χίλια πρόσωπα θρύλων και παραδόσεων έγινε σταυροδρόμι πολιτισμών με άρωμα μυστηριακό, ανατολίτικο και μια ψυχή αιώνια ελληνική.

Δεκαετία ’50.......Το χωριό, η γειτονιά μας, η κάθε γωνιά του μικρού μας σπιτιού ζωντανεύουν, παίρνουν σχήμα και μορφή. Εκεί σ' αυτό το μικρό σπίτι έμεινε ένα κομμάτι της ψυχής μου.
Άσπρο, ασβεστωμένο απ' την αγάπη μας, με το πέτρινο πεζούλι στην αυλή, με το φούλι σκαρφαλωμένο ως τα κεραμίδια, με την μεγάλη αμυγδαλιά στο φράχτη, τους χωματένιους δρόμους όπου παίζαμε κρυφτό με τα όνειρα. 
 Το χωριό φαίνεται ολοκάθαρα μετά την πρώτη στροφή του δημόσιου δρόμου. Χτισμένο σε χαμηλούς καταπράσινους λόφους καλά προφυλαγμένο από ψηλά βουνά, απάγκιο στους βοριάδες του Τσανα-Καλέ. Απ' το νοτιά κατάντικρα στη θάλασσα όταν φυσάει όστρια να 'ρχεται η δροσιά του Θρακικού πελάγους.
Σε μαγεύει η θέα του. Μπαΐρια καταπράσινα, βελανιδιές θεόρατες όπου φτάνει το μάτι. 
Aνάμεσα στις αμυγδαλιές χτισμένα τ' άσπρα σπίτια με τις αυλές, όμορφα συγυρισμένες, γεμάτες χρώματα και ευωδιές, αραδιασμένες σε ασπρισμένους με ασβέστη τενεκέδες. 
 Μεγαλόπρεπη και επιβλητική η εκκλησία του Αη-Χαράλαμπου δεσπόζει στην πλατεία 156 χρόνια από την κτίση της. Η μικρή εκκλησία του Αη-Γιώργη με την τεράστια ξύλινη εικόνα μετρά αιώνες ζωής και πίστης. Κειμήλια πατρογονικά από τις αλησμόνητες πατρίδες. Φάρος πίστης, σκέπη και προστασία των προσφύγων σε κάθε δύσκολη στιγμή. Όμορφα κάτασπρα ξωκλήσια μέσα στην απεραντοσύνη του πράσινου μοναχικά και γαλήνια σε απόλυτη αρμονία με τη φύση. Καταφυγή  στον πόνο του ταπεινού προσκυνητή. Προσφορά και κεράκι η πίστη και η ψυχή του.
Στον Αη-Θανάση κάθε πρωτομαγιά το γλέντι κράταγε ίσαμε το βράδυ. Ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Μαρίνα με τις πανέμορφες "μπουμπούζες", οι δώδεκα Απόστολοι, οι Άγιοι Θεόδωροι στον ποταμό, μέσα σε σπήλαιο με τοιχογραφίες απ' τον 11ο αιώνα. Αγαλιάζει η ψυχή σου κάθε φορά που περνάς τη πόρτα τους. Το λιβάνι σμίγει με τις μυρουδιές της ρίγανης, του θυμαριού και της άγριας μέντας. 
Στα πανηγύρια έσμιγαν οι χωριανοί για να γιορτάσουν τη Χάρη τους με γλέντια και τραγούδια. Έθιμα που οι ρίζες τους χάνονται στο χρόνο, κομμάτι μιας πλούσιας κληρονομιάς που μας άφησαν οι παλαιότεροι και που αλίμονο με τα χρόνια ξεθωριάζει και χάνεται.  
 Ένα χωριό γεμάτο μνήμες. Πρόσφυγες Μικρασιάτες, Καππαδόκες και Πόντιοι, ελάχιστοι Σαρακατσαναίοι, νομάδες κτηνοτρόφοι, που στο τέλος του καλοκαιριού άφηναν τα βουνά για να κατέβουν στα χειμαδιά μέχρι την επόμενη άνοιξη. Με αυστηρή πειθαρχία και άγραφους νόμους κείνα τα χρόνια δεν έσμιγαν με τους ντόπιους.
 Ένα χωριό που γνώρισε πολέμους και κατακτητές μα στάθηκε όρθιο και έζησε. Σήμερα γερνάει σιγά-σιγά και χάνεται, θύμα της εγκατάλειψης όπως δεκάδες χωριά στον τόπο μας.
 Πνιγμένα στη σιωπή τα σπίτια, όσα απόμειναν όρθια σακατεμένα απ΄του χρόνου το πέρασμα. Χωρίς πρόσωπα, χωρίς φωνές και μόνο τα πουλιά και το τρίξιμο της σκουριασμένης καγκελόπορτας ταράζουν τον ύπνο τους. Βαθιές πληγές άνοιξε ο χρόνος στους τοίχους που ακόμα αντιστέκονται.
Φευγάτοι από καιρό οι νοικοκυραίοι. Στο μεγάλο ξεριζωμό ήρθαν με δυο μπόγους ρούχα και δυο εικονίσματα, όλη τους η περιουσία. Ρίχτηκαν στη γη με μια ελπίδα να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Πρόθυμοι να δουλέψουν γιατί έτσι μόνο θα ζούσαν. Στα ρυτιδιασμένα τους μέτωπα χαραγμένη η ματωμένη πορεία της ζωής τους. Δέχτηκαν της μοίρας τα γραμμένα, πάλεψαν με τη φτώχεια, έσπειραν ήλιο και σιγά-σιγά έριξαν θεμέλια γερά κι άρχισαν νέα ζωή. Γιατί ήταν δέντρα οι πρόσφυγες, τι κι αν τους κόψαν τα κλαδιά, είχαν γερές τις ρίζες και πέταξαν καινούργια φύτρα. Χωρίς περίσσια πράγματα έκαναν νοικοκυριά, μεγάλωσαν παιδιά και εγγόνια.

Κάποτε στο χωριό τα ξύλα και τα βελανίδια συντηρούσαν οικογένειες.Σήμερα δεν ακούγεται πια το τσεκούρι των ξυλοκόπων. Στις πλαγιές μια απόκοσμη σιωπή σου φέρνει ανατριχίλα. Στις έρημες μοναχικές στάνες δεν ακούγονται κουδούνια και βελάσματα, ούτε αλυχτήματα σκυλιών που φύλαγαν κοπάδια.
 Και όμως αυτός ο τόπος είχε κάποτε ζωή. Στο καφενείο και μπακάλικο έφτανε ένα ποτηράκι ρακί με δυο ελιές να διώξουν μακριά κάθε έγνοια.
 Κι ύστερα οι παλαιότεροι, όταν οι θύμησες γίνονταν πιο βαριές απ' την κούραση της μέρας, όταν ζωντάνευαν οι μνήμες, έπιαναν ένα μακρόσυρτο παραπονιάρικο αμανέ που αλάφρωνε την καρδιά, γεμάτο νοσταλγία για την πατρίδα.

Ήταν φτωχό, μα όμορφο, χαρούμενο χωριό. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν διάπλατα ανοιχτές και το λιόγερμα το χωριό έπαιρνε άλλη όψη. Ήταν που τ' απογεύματα οι γειτονιές γέμιζαν με παιδιά, ήταν που οι νοικοκυρές κάθονταν να ξαποστάσουν απ' το βάρος της μέρας σ' ένα πρόχειρο μιντέρι από πέτρες, πλάθοντας τις δικές τους ιστορίες. Ήταν που γύριζαν οι άντρες απ' τα χωράφια με χαραγμένη όλη την κούραση της μέρας στο μέτωπο μα το χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπο τους!
-Εεε κόνα-Αννίκα, άμια-Χρυσώ, άμια-Δέσπω τι χαμπάρια;
-Γειά και σε σένα μπάρμπα-Αγγελή πως πήγε σήμερα;
- Εεε μπρε, Δόξα να 'χει ο Θεός!

Μπορεί η ζωή τους να πορεύονταν κατά πως όριζαν οι ανάγκες, αλλά οι γεροντότερες δεν ξέχασαν τη ζωή στην πατρίδα, βιώματα βαθιά ριζωμένα στο αίμα τους, έθιμα και παραδόσεις που κράτησαν σαν το προζύμι.
 Παιδιά, ανοίγαμε τα μάτια και τ' αυτιά και δεν βγάζαμε άχνα ακούγοντας τις ιστορίες τους. Τα λόγια τους μας ταξίδευαν σε κόσμους μαγικούς με την απλότητα και τη σοφία τους. Έβαζαν φτερά στο νου για να πετάξει. Ήταν πιότερο κι από παραμύθια. Κι όταν τέλειωναν πια οι ιστορίες με την άκρη απ’το τσεμπέρι τους σκούπιζαν τα μάτια κι αναστέναζαν.
 Βρίσκαμε πάντα ευκαιρία και φεύγαμε κλεφτά να παίξουμε στην αλάνα μέχρι που ο ήλιος έγερνε στο γιατάκι του κι έβαζε η μάνα τις φωνές.
 Κι ύστερα ανάμεσα στου σφοντυλιού το γύρισμα και το γέμισμα της ρόκας, οι ιστορίες συνεχίζονταν τα βράδια του χειμώνα όταν νωρίς-νωρίς κλεινόμασταν στα σπίτια και μόνο τα τσακάλια του Μποζ-Τεπέ ακούγονταν αντάμα με τα γαυγίσματα των σκύλων και τη μακρινή ηχώ της βαρυφορτωμένης αμαξοστοιχίας.
 Βαρύς ο χειμώνας στο χωριό για ανθρώπους και ζωντανά. Ο χιονιάς βογκούσε σαν να κοιλοπονούσε και η ξυλόσομπα έκαιγε μέρα-νύχτα πουρνάρι και μεσέδες. 
 Κάποιες χρονιές ήταν δύσκολες. Τα γεννήματα λιγοστά, ίσα-ίσα το ψωμί της χρονιάς και πάλι χρεωμένοι στην τράπεζα. Μα δόξα τω Θεώ δεν πεινάσαμε ποτέ. Ο πατέρας έκανε ότι μπορούσε για να μη μας λείψει τίποτα κι η μάνα βουρλίζονταν με το νοικοκυριό  να τα φέρει βόλτα με ότι είχε.
 Απ’την Άνοιξη όμως που άνοιγε ο καιρός ο νους μας ήταν στο παιχνίδι. Ο κόσμος μας μια αλάνα, πότε με λασπόνερα, πότε με ξερόχορτα και αγκάθια. 
Ποιος νοιαζόταν για τα σκισμένα χέρια, τα ματωμένα γόνατα. Κρυφτό, ξυλίκι, μπίκο, μακριά γαϊδούρα, κουτσό, ρολόι, τυφλόμυγα τι να πρωτοθυμηθώ! Τις πυγολαμπίδες το καλοκαίρι, τις φωτιές του Αϊ Γιαννιού, τις νύχτες του καλοκαιριού που ξαγρυπνούσαμε στις θυμωνιές, στ' αλώνια, μετρώντας τ' αστέρια συντροφιά με του γρύλου το σιγόντο, την Κρύα Βρύση που στην ποδιά της πάγωνε το καρπούζι στην κάψα του καλοκαιριού, τις ατέλειωτες " Κυριακάτικες  βόλτες" στο έμπα του χωριού κι ύστερα μια παγωμένη γκαζόζα ή βανίλια υποβρύχιο στο εξοχικό του Θοδωράκη;
 Κάπως έτσι κύλισαν τα χρόνια με την ανέμελη ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας. Κι ύστερα, στα μέσα του ’60 ένας ανεμοστρόβιλος άλλαξε τα πάντα.
 Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και οι άνθρωποι. Ή έτσι τουλάχιστον μας φάνηκε. Η εφηβεία τα 'βλεπε όλα αλλιώς, όνειρα, αισιοδοξία, ενθουσιασμός, ιδανικά και οράματα. Πιστεύαμε πως θα αλλάξουμε τον κόσμο, θα πάμε ένα βήμα παραπέρα. 
 Δεν προφτάσαμε. Η εποχή της δικτατορίας άλλαξε τα πράγματα περιορίζοντας δουλειές, δικαιώματα και ελευθερίες. Μόλις άρχιζε η αστυφιλία. Μεγαλώσαμε πρόωρα, χαθήκαμε στους δρόμους της βιοπάλης αιχμάλωτοι του ρολογιού και του χρόνου, μετρώντας επιτυχίες κι απογοητεύσεις, κέρδη και ζημίες. Τα όνειρα και τα πιστεύω, τα σχέδια και τα οράματα, έμειναν μόνο επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Κι όπως λέει ο Τ. Λειβαδίτης " απέραντη νοσταλγία για κάτι που δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε ολόκληρη η ζωή μας"
 Μια παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία, ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής σ' ένα ταξίδι γεμάτο με αναμνήσεις μιας ανέμελης παιδικής ηλικίας και μιας εφηβικής με έντονα συναισθήματα, μισοσβησμένα ίχνη θαρρείς από μιαν άλλη ζωή. 
Δεν θέλω να μελαγχολήσω. Αγαπημένα πρόσωπα που μοιραστήκαμε χαρές, λύπες, μυστικά και αγωνίες θα είναι πάντα στο μυαλό και στην καρδιά μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
 Και πάντα ελπίζω πως ίσως κάποτε να ξαναγυρίσει η ποιότητα στη ζωή μας, να γίνουν πιο ανθρώπινες οι σχέσεις τουλάχιστον για τα παιδιά μας. Ποιός ξέρει. Ίσως, κάποτε... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.



    Καλό βράδυ    Αννίκα


2 σχόλια:

  1. ΑΧ μπρε Αννίκα τι με κάμνεις!Μια μεγάλη αμυγδαλιά είχα κι εγω στην αυλή μου και σπάζοντας το αμύγδαλο έσπαζα τα όρια του νησιού που μ έπνιγαν κι ήθελα να φύγω,να πεταξω μακρυά,οπως κι έφυγα αλλά η νοσταλγία ήταν πιο δυνατή απο το φευγιό,πάντα,ώσπου ξαναγύρισα!
    ΑΥτά τα χρόνια φτωχικά,ή όχι, δύσκολα ή μη πάντα θα ζουν μέσα μας γιατί ήταν τα δικά μας χρονια που ζυμώθηκαμε και γίναμε αυτό που έιμαστε σήμερα και μας λυπούν όταν όλ αυτά που εμείς βιώσαμε σήμερα χάνονται. Γινόμαστε γραφικοί να τ αφηγουμαστε λες κι ανήκουν σ άλλους αιώνες κι ομως ήταν μόλις χθες! Απο την αλλη αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερη που τα έζησα και λυπάμαι τα νέα παιδιά που δεν έχουν αντίστοιχες αναμνήσεις ή που ολα τους ήρθαν εύκολα για να μπορέσουν να εκτιμήσουν. Θα μπορούσα να σχολιάσω κάνοντας μια ανάρτηση ακόμα αλλά μ εχεις συγκινήσει βαθειά για άλλη μια φορά κι είναι κρίμα αυτές σου οι αναρτήσεις(όπως και πολλές άλλες απ ότι είδα,εξ ίσου σπουδαίες) να μην εχουν σχόλια,σημάδι οτι ήσουν πολύ αθόρυβη και σε γνωρίσαμε πολύ μετά. Κάτι πρέπει να κάνεις γι αυτό.
    Τελειώνοντας να σου πω για αλλη μια φορά ,οτι ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΠΟΥ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ,η μεγαλοσύνη του ανθρώπου δνε βρίσκεται στις σπουδές αλλά στα βιώματα που τον έκαναν ΑΝΘΡΩΠΟ!
    Φιλιά πολλά και συγκινημένα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αχ κοκόνα μου!
      Πολλές φορές δεν είναι πρόθεσή μου να αναφέρω προσωπικά βιώματα στις αναρτήσεις μου, όμως όταν υπάρχει ανάγκη χαίρομαι που μπορώ και θυμάμαι γιατί έτσι κουμαντάρω ακόμη την μνήμη μου.
      Δεν ήταν εύκολοι της ζωής μας οι δρόμοι. Κι όμως τώρα πια με όλη την γνώση και την σοφία, σαν απολογία μετράμε και φως και σκιές και αισθανόμαστε ευγνώμονες για τις αναμνήσεις όσες γλυκές σαν ανθισμένα μπουγαρίνια κι όσες πικρές που φέρνουν δάκρυα συγκίνησης.
      Και σ’ έναν τόπο που ακτινοβολεί πολιτισμό, στα στενά καντούνια της ψυχής σου γράφτηκε η ιστορία.
      Εκεί που ζουν και μεγαλώνουν οι αναμνήσεις, εκεί που ταξιδεύουν τα όνειρα σε άλλες εποχές, εκεί που αφήνεις τον αέρα της Μπόχαλης να σου φέρει τις μελωδίες μιας καντάδας, εκεί που καταγράφεται με τρόπο μοναδικό η συγκίνηση στο λόφο του Στράνη.
      Παντού συμβαίνει το ίδιο Χαρά μου.
      Και στο Τζάντε και στη Θράκη αρκεί να έχεις μια αμυγδαλιά να τσακίζεις μύδγαλα (έλεγε η γιαγιά) και πότε-πότε να τσακίζεις με θόρυβο τις μνήμες για να αποκαλυφθεί μια διαδρομή, που παρά τις δυσκολίες, τώρα σου φαίνεται υπέροχη. Έτσι κρατώ τις εικόνες στην καρδιά μου. Και προσπαθώ μέσα από λόγια να τις πάω πιο μακριά από κει που τις έζησα. Να ξέρουν τα παιδιά και τα εγγόνια, όπως ξέρω και γω την ιστορία της γιαγιάς.
      Στα λασπωμένα σοκάκια του χωριού, στις ρούγες και στα καντούνια, στις αυλές που μυρίζουν γιασεμί και μαντολάτο, εκεί τριγυρίζει η θύμηση. Το Ιόνιο πάντα θα βρίσκει τρόπο να σου αποκαλύπτει τα όσα όμορφα έζησες και ο αέρας της Θράκης πάντα θα φυσά και θα φέρνει την νοσταλγία. Κι αυτό το νιώθω ευλογία.
      Τα βιώματα Χαρά μου....Μεγάλη κουβέντα. Προσδιορίζουν το ποιοι είμαστε στ΄αλήθεια.
      Σ΄ευχαριστώ απ' την καρδιά μου!

      Διαγραφή