Πόσο
γρήγορα περνά ο καιρός!
Το
καλοκαίρι ποτισμένο με ιδρώτα και θάλασσα,
έγινε
κιόλας ανάμνηση.
Κλείσαμε
την αίσθηση της αλμύρας
στο
ντουλάπι του χρόνου, ως το επόμενο.
Σιγά
σιγά όλα αλλάζουν.
όλη
νύχτα πάνω στη στέγη.
Βροχή
σιγανή που αποκοιμίζει τις έγνοιες.
Σαν
μέσα σ’ όνειρο την άκουσα.
Πως
γαληνεύει η ψυχή με το τραγούδι της!
Πως
ημερώνει του νου η αντάρα!
Το
πρωί έλαμπε ο τόπος.
Η
αυλή μύριζε βρεγμένο χώμα.
Οι σταγόνες
της πρωινής δροσιάς
έλαμπαν
πάνω στα φύλλα
με
χίλιους δυο ιριδισμούς.
Μια
ριπή αέρα έφερε στο τζάμι ένα κιτρινισμένο φύλλο.
Ύστερα χορεύοντας αφέθηκε στον άνεμο.
Μέσα
απ’ το θολό γυαλί, πίσω απ’ τα χνώτα
ζωγράφιζες
κάποτε καρδούλες με το δάχτυλο.
Θυμάσαι!
Τώρα
γράφεις ονόματα απόντων.
Φθινόπωρο
ήταν κι έβρεχε.
Χρειάζεσαι,
μήπως, ένα Φθινόπωρο
για
να τους θυμάσαι;
Πάντα
θα υπάρχουν στην καρδιά
έστω
και σ’ ένα δικό τους σύμπαν.
την
ώρα που ο ήλιος καθρεφτίζεται
για
τελευταία φορά στο τζάμι,
η δύση
ντύνεται στα κόκκινα και στα μαβιά.
Αργά
τη νύχτα ένα φεγγάρι ολόγιομο,
κρέμεται στις σκεπές
σκορπίζοντας μια χούφτα ασήμι στον κήπο.
Οκτώβρης Έβαλε ψύχρα!
Το πρωί θ’ απλώσουμε τα όνειρα στον ήλιο
να στεγνώσουν.
Και μετά είναι να μην αγαπάει κανείς αυτή την εποχή; Διαβάζοντας το ποίημά σου Αννίκα μου ακόμα και οι αρνητές του φθινοπώρου, θα αρχίσουν να το ξανασκέφτονται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμένα με πήγες στην πατρίδα μου, στον κήπο του πατρικού μου και στις εικόνες που φυλάω ακόμα μέσα μου από κει.
Μακάρι να έβρεχε τώρα...
Σ' ευχαριστώ για την ηρεμία που μου χάρισες απόψε.
Σε φιλώ γλυκά με πολλή αγάπη.
Καλό ξημέρωμα Αννίκα μου!