Η Ανάμνηση!
Αυτές τις μέρες, τις Χριστουγεννιάτικες που ο νους φέρνει μνήμες γλυκές και πικρές, οι αναμνήσεις φέγγουν σαν μικρό λυχναράκι και η νοσταλγία μυρίζει κανέλα, μοσχοκάρυδο και ζάχαρη άχνη. Αυτές τις μέρες συνειδητοποιείς πως ο κόσμος που χτίσαμε έχει τις ρίζες του σε αυτό που υπήρξαμε κάποτε, αυτό που μας δημιούργησε σαν χαρακτήρες. Κι αυτή είναι η ουσία της ζωής!
Ξύπνησα με μια αίσθηση ευτυχίας. Αιτία ήταν ένα όνειρο. Συνήθως δεν τα θυμάμαι, όμως αυτό ήταν τόσο έντονα ευχάριστο, σχεδόν αληθινό. Ταξιδευτές του χρόνου τα όνειρα, είναι αυτά που δεν τα βλέπεις μόνο, αλλά τα νιώθεις. Απόντες όλοι οι γηραιότεροι. Στα όνειρα παίρνουν τη μορφή που τους δίνει ο νους. Ακόμα χαμογελώ!
Στο πατρικό μου ήταν, λέει, γιορτή. Μαζεμένη όλη η οικογένεια. Ο πατέρας, η μάνα, η γιαγιά, οι θείοι και οι θείες, τα ξαδέρφια. Ένα μεγάλο ατέλειωτο τραπέζι στην καλή την κάμαρη (έτσι λέγαμε εκείνα τα χρόνια το σαλόνι) στρωμένο με άσπρο υφαντό τραπεζομάντηλο, κεντημένο με Θρακιώτικη βελονιά, προίκα της μαμάς.
Στο δωμάτιο ακούγεται μια μελωδία. Ψηλές νότες και μπάσες σμίγουν για τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα και Θρακιώτικα τραγούδια. Κόκκινο μπρούσκο το κρασί, γέμιζε τα ποτήρια.
Σιγοτραγουδούσε ο πατέρας χτυπώντας μια-μια τις χάντρες του κομπολογιού κι από κοντά ο θείος χτύπαγε ρυθμικά τα δάχτυλα στο τραπέζι. Μπορεί και να ‘ταν η χαρά της μάζωξης, μπορεί κάποιος κρυφός καημός που σιγόκαιγε μέσα του. Ποιος ξέρει! Έβγαινε αβίαστα η φωνή και κάθε τόσο τσούγκριζαν τα ποτήρια και στο τσακίρ κέφι έπιαναν τη Ρουμπαλιά.
Τσαλιά κι αγκάθια πάτησα
Ρουμπαλιά καλέ Ρουμπαλιά
ώσπου να σ’ αγαπήσω.
Και τώρα που σ’ αγάπησα
Ρουμπαλιά καλέ Ρουμπαλιά
μου λένε να σ’ αφήσω.
Οι γυναίκες πηγαινοέρχονται απ’ την κουζίνα στο τραπέζι με πρώτο το Χριστόψωμο. Το έκοβε η μάνα με τα χέρια σε ένδειξη αγάπης και προσφοράς.
Ο πατέρας και οι θείοι δούλευαν στα μεταλλεία βγάζοντας κάρβουνο. Τα χρόνια εκείνα χωρίς καμμιά ασφάλεια, χωρίς υποδομές, μεροκάματο του τρόμου για πενταροδεκάρες. Παρ' όλα αυτά ποτέ δεν έλειπε απ’ το
Χριστουγεννιάτικο τραπέζι το χοιρινό, τα λουκάνικα, τα γιαπράκια, ο καβουρμάς
και βέβαια οι πίττες. Μοσχοβολούσε όλο το σπίτι κανέλα και γαρύφαλλο. Μοσχοβολούσαν τα φοινίκια, ο μπακλαβάς, οι γκιουζλεμέδες! Πάνω απ' την πιατέλα με τα φοινίκια....ξύπνησα.
Ήταν πολύ πρωί ακόμη και δεν υπήρχε χρεία να σηκωθώ. Έτσι πήρα το κουτί με τις φωτογραφίες τους και βυθίστηκα στις αναμνήσεις. Μέσα σ’ εκείνες τις φωτογραφίες ανάσαινε όλη η ζωή τους. Μια ζωή που τη μετρούσαν με τα δικά τους ζύγια και πάντα το βάρος έγερνε προς τη μεριά τους.
Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι στις αναμνήσεις. Μνήμη παρήγορη! Γιορτινές ήταν οι μέρες ακόμα και όταν κάποιες δύσκολες εποχές το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχε μόνο κότα γεμιστή και για γλυκό χαλβά σιμιγδαλένιο και ίσως γιαούρτι με πετιμέζι. Στα μεγάλα όμως μπερεκέτια η γιαγιά έβαζε τη μαεστρία της με τις Πολίτικες συνταγές.
Η μάνα έτρεχε να προλάβει το Χριστόψωμο, τους τσιγεροσαρμάδες κι ο πατέρας φρόντιζε την ξυλόσομπα, το κρασί και το χοιρινό. Εμεις τα πρωτοξάδερφα, έξι τον αριθμό, όλο κορίτσια, να ζουζουνίζουμε, να τσακωνόμαστε και μετά να φιλιώνουμε και να ‘χουμε το μυαλό μόνο για σκανταλιές. Που και που αφήναμε το ξεμάλλιασμα και τυλίγαμε με χρυσό χαρτί, καρύδια και χιονόμπαλες από βαμβάκι, για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για λαμπάκια ούτε λόγος βέβαια, αφού μέχρι που τέλειωσα το Δημοτικό δεν είχαμε ηλεκτρικό.
Το φως της λάμπας πετρελαίου έκανε το δέντρο να παίρνει διάφορα σχήματα στον τοίχο και τη φαντασία μας να γεμίζει το νου με περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να χωρέσει.
Η καλύτερη ώρα τις αφέγγαρες νύχτες, όταν το χιόνι έπεφτε πυκνό κι ο αέρας λυσσομανούσε, ήταν οι ιστορίες της γιαγιάς. Δεν είχαν δράκους και βασιλοπούλες με βασιλόπουλα. Είχαν νεράιδες και ξωτικά, αερικά και μυλωνάδες με καλικάντζαρους, είχαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη που γύριζε τα βράδια το χωριό προστατεύοντάς το.
Ένα βράδυ ύπνο δεν είχα και καθώς
κοίταζα τον τοίχο και τις σκιές που άφηνε το φως της λάμπας….τον άκουσα που
πέρασε απ’ το δρόμο. Αλήθεια λέω, άκουσα τα βαριά πατήματα του αλόγου. Όταν βρήκα
το κουράγιο να κοιτάξω απ’ το παράθυρο, μια άσπρη σκιά, σαν άνεμος πέρασε και χάθηκε και οι πατημασιές έξω στο χιόνι δεν
ξεχώριζαν αν ήταν ανθρώπου ή αλόγου. Κι όμως εγώ επέμενα πως…τον άκουσα.
Χαμογελώ!
Μέρες που είναι σαν ξετυλίξεις το κουβάρι της θύμησης γεμίζει η ψυχή ομορφιά, απλότητα κι αθωότητα...............
Η προσμονή και το θαύμα!
Μια χρονιά, ήταν θαρρώ το 1958-59, αρχές Δεκέμβρη, απ’ το βορρά μαζεύονταν σύννεφα, άσπρα σα μπαμπάκι. ¨ θα χιονίσει¨ έλεγε ο πατέρας, που μουρμούραγε μες την κατσούφα. Είχε ακόμα λιόδεντρα αμάζευτα. Ανεμοδαρμένες οι κορφές των βουνών άσπριζαν. Τα βράδια που και που άκουγες τα τσακάλια, σημάδι πως τ’ αγρίμια κατέβηκαν πιο χαμηλά για να βρουν τροφή. Το κρύο πολύ! Ψυχή δεν συναντούσες στο δρόμο. Ένας αραμπάς μόνο βαρυφορτωμένος με ξύλα και τ' άλογο με κατεβασμένα αυτιά να αγκομαχά να βγάλει τον ανήφορο. Ντραγκ...ντραγκ...ντραγκ. Το καμτσίκι σφύριζε στον αέρα.
Κλεισμένοι οι άντρες
στο σπίτι ή στο καφενείο, με το χλωμό φως της λάμπας, δίπλα στη σόμπα, στρίβουν τσιγάρο και ξεφυσούν ψηλά τον καπνό. Οι συζητήσεις ατέλειωτες. Στα μεταλλεία η δουλειά λιγόστεψε. Έδιωχναν εργάτες. Το μεροκάματο χαμηλό. Πως
θα βγάζαμε το χειμώνα;
Έριξε την ιδέα ο Κωσταντής.
" Στη Γερμανία ζητάνε εργάτες. " είπε!
"Να πάμε!" Είπαν κάποιοι.
"Που θα δουλέψουμε;"
"Ανθρακωρύχοι! Αυτό ξέρουμε! Τι άλλο!"
Θωράκισε η ελπίδα την ψυχή κι έκαναν όνειρα. Πέρασε ο χειμώνας και κατά τον Μάρτη καμμιά δεκαριά άντρες, φορέσανε το όνειρο κατάσαρκα, κλείσανε την ελπίδα σε μια φθαρμένη βαλίτσα και κίνησαν αποφασισμένοι να κάνουν κομπόδεμα. Έμειναν οι γυναίκες πίσω να βολοδέρνουν μονάχες με τα ζώα, τα χωράφια, το σπίτι και τα παιδιά. Με το να και με τ’ άλλο πέρασε ο καιρός. Παρηγοριά τα γράμματα που έρχονταν με καθυστέρηση.
¨ για το αύριο πασχίζουμε¨ έγραφε ο πατέρας.
Κόντευαν Χριστούγεννα του σωτήριου έτους 1962. Η μάνα έκανε πέτρα την καρδιά και κοίταζε να τα κουτσοβολέψει. Μονάχοι μας τις Άγιες μέρες. Δε βαριέσαι, έχουμε ο ένας τον άλλο και τραχανά να γεμίσουμε το τσουκάλι. Δεν είχε χιονίσει μα το κρύο ήταν τσουχτερό. Το χαμόγελο παγωμένο στα χείλη μας. Όχι εξ' αιτίας του καιρού.
Πάνε βδομάδες που δεν ήρθε γράμμα του πατέρα. Ανήσυχη η μάνα προσπαθούσε να μη το δείχνει. Μπουρίνι είναι θα περάσει, σκεφτόταν. Δεν ξημεροβραδιαζόταν στις εκκλησίες, όμως κάθε απόγευμα πέρναγε τη βαριά πόρτα του Αι-Γιώργη να ανάψει τα καντήλια και να προσευχηθεί να τον έχει καλά. Εμείς, δυο μουσούδες κολλημένες στο τζάμι να κοιτάμε τον άδειο δρόμο. Η προσμονή έκανε τη μοναξιά μεγαλύτερη. Μιλούσαμε ψιθυριστά.
"Λες να ‘ρθει ο πατέρας τα Χριστούγεννα; "
"Μπαα …είναι πολύ μακριά. Δεν προλαβαίνει!"
" Και ποιος θα φέρει τα δώρα; "
" Άντε βρε χαζή….δεν τα φέρνει ο πατέρας τα δώρα! Οι γκαμήλες τα φέρνουν που πέφτουν απ’ τον ουρανό."
Έτσι μας έλεγε η γιαγιά και μεις χαζοπούλια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξεροσταλιάζαμε στο κρύο περιμένοντας να πέσουν οι γκαμήλες. Τα χρόνια τα κατοπινά μάθαμε πως όταν είσαι μικρός τα δώρα τα φέρνει ο Αη Βασίλης και όταν μεγαλώσεις ο πατέρας. Μέσα απ' αυτές τις ιστορίες δεν ήξερες τι να διαλέξεις. Την αλήθεια ή το παραμύθι!
Χριστούγεννα! Μέρες που γεννιούνται τα θαύματα! Η σόμπα έκαιγε πουρνάρι και το δωμάτιο ήταν ζεστό. Διάβαζα ένα τεύχος απ' τη Διάπλαση των παίδων και φαίνεται με πήρε ο ύπνος. Ήταν λίγο πριν το σούρουπο. Ξύπνησα με το γαύγισμα του Τζακ. Χαρούμενο γαύγισμα! Τράβηξα το κουρτινάκι απ' το παράθυρο και ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά απ' τη λαχτάρα. Και να, το θαύμα στεκόταν έξω απ' την αυλόπορτα με την ίδια βαλίτσα και μια αγκαλιά λαβωμένα όνειρα.
"Μαμάα...ο μπαμπάς" φώναξα! Έτρεξε η κυρά Καλλιόπη σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Αγκαλιάστηκαν και θαρρώ πως κλαίγανε. Ήταν δάκρυα χαράς! Η πιο γλυκιά αγκαλιά, το πιο γλυκό χάδι του ξενιτεμένου πατέρα, το ωραιότερο δώρο των Χριστουγέννων!
Ποιος είπε πως δεν γίνονται θαύματα!
Είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο του Γιάννη "Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις"
Για τα όνειρα που βλέπουμε στον ύπνο ή με τα μάτια ανοιχτά και την ψυχή μίλια μακριά, για τις επιθυμίες και τις μνήμες!
Καλά Χριστούγεννα!
.png)


.png)
Αννίκα μου, αγαπημένη μου φίλη, πόσο με συγκίνησε όλη αυτή η μεγάλη συμμετοχή. Μια εξομολόγηση, ένα άνοιγμα ψυχής σε παλιές, μεγάλες στιγμές στη ζωή σας. Λάμπα πετρελαίου ε; Χωριό, μεταλλεία, στοές, ανθρακωρύχοι, ξενιτιά, όνειρα, στιγμές. Θεέ μου, ένα λογοτέχνημα μιας ολάκερης ζωής μπροστά μας με την περιγραφή σου. Ένας θησαυρός συναισθημάτων, ανεπανάληπτες στιγμές, μνήμες, προσμονές, θαύματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑννίκα μου, μια ζωή, που μοιάζει με διήγημα εποχής με μορφές της ζωής σου.
Ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ για αυτό το πολύτιμο μοίρασμα. Νιώσαμε τη ζεστασιά της ψυχής σου καλή μου. Καλές γιορτινές μέρες εύχομαι με την καρδιά μου.