Αναρωτηθήκατε
ποτέ όταν μεγαλώσουμε που πάνε τα παιχνίδια που είχαμε παιδιά; Κάποια σε
χαρτόκουτες στο πατάρι, κάποια στον κάδο της γειτονιάς, κάποια όμως τριγυρίζουν
στο δάσος ψάχνοντας ένα σπίτι, ένα φίλο, μια οικογένεια. Γιατί μέρες που είναι θέλουν
να ανήκουν κάπου. Σαν τον Πέτρο, το μικρό αρκουδάκι.
Του Πέτρου δεν του άρεσε η μοναξιά, ούτε το σκοτάδι. Έζησε όμορφες στιγμές με χαρές, στοργή και αγάπη. Τώρα όμως δεν ήθελε περιπέτειες. Ήθελε μόνο ένα σπίτι να ξεχειμωνιάσει μιας και το δικό του ήταν σχεδόν ετοιμόρροπο. Έπρεπε να προλάβει, σε λίγες μέρες ήταν Χριστούγεννα.
Τριγύριζε
στο δάσος, έψαχνε, ρώταγε. Κανείς δεν ήξερε τίποτα. Άρχισε να απογοητεύεται. Είχε
απομακρυνθεί πολύ απ’ το σπίτι αλλά συνέχισε να περπατά. Κόντευε να νυχτώσει κι
έκανε πολύ κρύο. Οι πρώτες νιφάδες άρχισαν να πέφτουν. Ο Πέτρος ήταν πολύ
λυπημένος. «Αν δεν βρω κάπου να μείνω, το πρωί θα με βρουν παγωμένο»
μονολογούσε! Σαν από θαύμα, είδε δυο παράθυρα φωτισμένα κι αναθάρρησε. Χτύπησε
την πόρτα και περίμενε. Η Μαρίνα η αλεπού άνοιξε και πίσω της τα πέντε της παιδιά
που κοίταζαν με περιέργεια τον Πέτρο.
«Σας
παρακαλώ, θα μπορούσα να μείνω εδώ απόψε;»
«Δυστυχώς
δεν έχω καθόλου χώρο» απάντησε η Μαρίνα. «Ρώτα στου Μανώλη του λαγού, λυπάμαι
πολύ!»
Έτσι,
ο Πέτρος συνέχισε το δρόμο του. Το χιόνι τώρα έπεφτε πυκνότερο. Ο Μάριος, ο
μικρός κοκκινολαίμης που άκουσε τη συζήτηση είπε στον Πέτρο να μείνει μαζί του.
«Ωω,
είπε συγκινημένος, δεν νομίζω ότι χωράω στη φωλιά σου, σ’ ευχαριστώ πολύ!» Και
συνέχισε το δρόμο του.
Ευτυχώς
το σπίτι του Μανώλη ήταν στην επόμενη στροφή. Ένα σπίτι χαμηλό όμως αρκετά ευρύχωρο.
«Γειά
σας! Με στέλνει η κα Μαρίνα. Μήπως θα μπορούσα να μείνω εδώ απόψε;»
Ο Μανώλης
για μια στιγμή το σκέφτηκε.
«Λυπάμαι
φίλε μου, φιλοξενώ την αδερφή της γυναίκας μου με τα παιδιά της και δεν έχω
καθόλου χώρο. Θα μπορούσες όμως να μείνεις στου Λευτέρη του σκίουρου εδώ
παρακάτω»
«Ευχαριστώ πολύ!» είπε ο Πέτρος και πήρε το δρόμο για το σπίτι του Λευτέρη. Εύκολα το βρήκε.
Έκανε μια ευχή πριν χτυπήσει την πόρτα. Ο Λευτέρης βγήκε τρέμοντας απ’ το κρύο.
«Ψάχνω
μια γωνιά να μείνω απόψε» είπε. Ο Λευτέρης ξερόβηξε και μετά βίας μιλούσε.
«Ωωω,
καλύτερα όχι… Είμαστε με γρίπη όλη η οικογένεια. Μπορείς όμως να μείνεις στο
σπίτι της Φρόσως της χήνας. Μένει μόνη της και σίγουρα έχει χώρο. Λοιπόν, πριν
το γεφυράκι έχει μια μεγάλη βελανιδιά, στρίψε δεξιά και στα εκατό μέτρα περίπου
θα το δεις.»
Ο Πέτρος
τον ευχαρίστησε του ευχήθηκε περαστικά και συνέχισε το δρόμο του.
Τώρα
το χιόνι έπεφτε πολύ πυκνό και σκέπαζε τα πάντα. Στη μεγάλη βελανιδιά κάλυψε τα
μονοπάτια και ο Πέτρος καθώς δεν έβλεπε, έστριψε αριστερά. Ο καημένος περπάτησε
αρκετή ώρα μα δεν είδε πουθενά κανένα σπίτι. Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Κρύωνε
και πεινούσε. Στο τέλος παραδέχτηκε πως χάθηκε, αλλά συνέχισε να περπατά με την
ελπίδα αργά ή γρήγορα να βρει το σπίτι. Από λάθος πήρε ένα μονοπάτι που του
φάνηκε πως το χιόνι ήταν πατημένο. «Από δω κάποιος πέρασε», σκέφτηκε. Κατάκοπος
συνέχισε να περπατά ώσπου ανάμεσα στα έλατα είδε το πιο μεγάλο και πιο όμορφο
σπίτι.
«Πω
- πωω! Να εδώ θέλω να περάσω τα Χριστούγεννα!» είπε.
Η
πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Χτύπησε και καθώς δεν πήρε απάντηση μπήκε. Κανείς δεν
ήταν, παρόλο που φώναξε αρκετές φορές. «Ελπίζω να μην τους πειράζει να μείνω σε
μια γωνιά» σκέφτηκε. Κοίταξε γύρω του. Ένα τεράστιο τζάκι έκαιγε κι ο χώρος
ήταν ζεστός. Του έκανε εντύπωση πόσα πολλά παιχνίδια είχε. «Θα έχουν πολλά
παιδιά» είπε και κάθισε στον καναπέ δίπλα στο τζάκι.
«Ε
φίλε! Ξέρεις ποιος μένει εδώ;» του είπε ένα ποντικάκι που ξετρύπωσε κάτω απ’
τον καναπέ.
« Όχι,
δεν ξέρω…»
«Ο ‘Άγιος
Βασίλης!» είπε το ποντικάκι, αλλά ο Πέτρος ούτε που το άκουσε. Κουρασμένος
καθώς ήταν, αποκοιμήθηκε. Ήταν η νύχτα που ο Αϊ Βασίλης έπρεπε να μοιράσει τα
δώρα. Βιαζόταν να τα προλάβει κι αφηρημένος, πέρασε τον Πέτρο για παιχνίδι και
τον έβαλε στο σάκο ανάμεσα σε άλλα αρκουδάκια.
Στο
σπίτι της χήνας, η κα Φρόσω αφού ήπιε το ζεστό τσάι της, κρέμασε μια κάλτσα στο
τζάκι και πήγε για ύπνο. Η Μαρίνα κρέμασε πέντε κάλτσες πίσω απ’ την πόρτα κι ο
Μανώλης κρέμασε μια ντουζίνα κάλτσες για τα δώρα. Περίμεναν, περίμεναν, ο Αϊ
Βασίλης αργούσε και στο τέλος, τους πήρε ο ύπνος.
Ξημέρωσαν
Χριστούγεννα!
Ο Πέτρος
ξύπνησε ξεκούραστος πια. Βρισκόταν μέσα σε μια κάλτσα χριστουγεννιάτικη στο
σπίτι της Φρόσως της χήνας.
Η Φρόσω
σηκώθηκε, πήγε να ανάψει το τζάκι και να ετοιμάσει το τσάι. Σε λίγο θα έρχονταν
οι φίλοι της για τις καθιερωμένες ευχές και τα κουλουράκια. Χάρηκε που ο Άγιος
Βασίλης της χάρισε ένα αρκουδάκι.
«Κοιτάξτε
τι όμορφο που είναι το αρκουδάκι μου! Σαν αληθινό,» είπε στους φίλους της και
του γαργάλησε τη μύτη.
«Αψουού!!!»
φτερνίστηκε ο Πέτρος.
«Ένα
αρκουδάκι ψεύτικο δεν φτερνίζεται!» είπε η Μαρίνα.
«Μα
δεν είμαι ψεύτικο, είμαι αληθινό» είπε ο Πέτρος και τους είπε την ιστορία του.
Η Φρόσω συγκινήθηκε και του ζήτησε να μείνει μαζί της. Ο Πέτρος έλαμπε από χαρά.
Τραγούδησαν όλοι μαζί το «Άγια Νύχτα» κι ύστερα τα κάλαντα και συμφώνησαν πως φέτος τα γλυκά της
Φρόσως ήταν καλύτερα από κάθε άλλη φορά! Η Φρόσω χαμογέλασε! Ήξερε τη μαγική
συνταγή για τα γλυκά της. Όταν αργότερα έπιναν το τσάι τους, ο Πέτρος είπε,
«Ο Άγιος Βασίλης μας έκανε το ωραιότερο δώρο! Σε σένα χάρισε ένα φίλο και σε μένα ένα σπίτι».
Κι
από τότε ζήσανε αυτοί καλά……..
Όλα τα πλάσματα έχουν δικαίωμα στα Χριστούγεννα! Οι ιστορίες τους είναι απλές. Ιστορίες για τη μοναξιά, την αγάπη, το μοίρασμα, τις αληθινές αξίες. Ιστορίες για κείνους που όσα χρόνια κι αν κουβαλούν στην πλάτη, παίρνουν τις λέξεις, τις κάνουν εικόνα κι ύστερα ονειρεύονται και δημιουργούν. Γιατί πείτε μου μια ιστορία που δεν γεμίζει την ψυχή με ζεστασιά και μαγεία!
Χρόνια Πολλά, Ο καινούργιος χρόνος να είναι γεμάτος υγεία και στιγμές χαρούμενες!
Το παραμύθι είναι βασισμένο στο " Αρκουδάκι των Χριστουγέννων" της Jennifer Jordan!
Οι κατασκευές είναι από πηλό, χαρτόνι, βαμβάκι και φελτ






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου