Κυριακή βράδυ. Περασμένα μεσάνυχτα! Ήσυχη η πόλη κοιμάται! Οι ρακένδυτοι επαίτες αποσύρθηκαν στη γωνιά τους, τυλίγοντας σε βρώμικες κουβέρτες τη ζωή που αιμορραγεί. Η μοναξιά φτιασιδωμένη περιφέρεται σε βρώμικα πεζοδρόμια.
Στο γωνιακό καφενείο ένας μόνο θαμώνας σκυμμένος πάνω από ένα ποτήρι δραπετεύει για λίγο από ένα αδιάφορο παρόν. Μακριά τα βράδια του χειμώνα και οι μνήμες αβάσταχτες. Θολώνει το βλέμμα, τα χέρια τρέμουν, μια γκριμάτσα που δεν είναι ούτε γέλιο ούτε κλάμα. Τρικλίζοντας με βήμα αβέβαιο φεύγει. Κάτω απ’ τον φανοστάτη κοντοστέκεται, την ίδια ώρα που δυο νότες, θλιμμένες κι αυτές, ξέφυγαν από ένα αχνά φωτισμένο παράθυρο. Δεν ξέρει πολλά από νότες, όμως η μελωδία μιλάει στην ψυχή του.
Με ένα χαμόγελο συνέχισε το δρόμο του. Κάνει ψύχρα, τα χείλη του είναι μπλαβά. Η μουσική είναι που τα ‘κανε να τρέμουν; ή η παγωνιά της ψυχής του. Τυλίγεται στο παλτό του. Η σκιά του σέρνεται στα φθαρμένα πλακόστρωτα που μισοφωτισμένα παγιδεύουν τα όνειρα.
Στη δυτική πλευρά της πόλης βρίσκεται αυτό που αποκαλεί σπίτι του. Ένα παράπηγμα πλινθόκτιστο, έρημο και εγκαταλειμμένο κι όμως ευγνώμων που έχει έστω κι αυτό. Έπιαναν τα χέρια του και βάλθηκε να το νοικοκυρέψει. Διόρθωσε τη στέγη, ποια στέγη δηλαδή, μια σειρά από κακοφτιαγμένες λαμαρίνες, παγωμένες το χειμώνα, το καλοκαίρι πιο ζεστές κι απ΄την κόλαση. Έκλεισε τις ρωγμές στους τοίχους, έβαλε σανίδες να καλύψει το χωμάτινο πάτωμα, καινούργια τζάμια στα παράθυρα, μέχρι αυτοσχέδια ξυλόσομπα έφτιαξε από ένα παλιοβάρελο που σκούριαζε στην αυλή του. Για λίγο ξεχάστηκε με όλα αυτά που μπήκαν στη ζωή του.
Σκοτάδι έξω, μόλις και διακρίνει το μονοπάτι. Δυο δέντρα στην αυλή αργοσαλεύουν καθώς ένα παγωμένο αεράκι φυσά στα φυλλώματα. Εδώ πάνω δεν φτάνουν οι θόρυβοι της πόλης. Μόνο θροΐσματα από νυχτοπούλια και κάποια σουρσίματα στη γη. Του αρέσει η ησυχία.
Δυο σκιές φιλικές στο πλατύσκαλο. Ο Έκτορας ένας σκύλος κοκκαλιάρης που μάζεψε απ' τα σκουπίδια, κουλουριασμένος στο κατώφλι. Δίπλα του ο άγγελός του κοιμισμένος. Κουράστηκαν να περιμένουν. Ξύπνησαν με το τρίξιμο της πόρτας. Ο σκύλος όρμησε μέσα και πήρε θέση κάτω απ' το τραπέζι κι ο άγγελος δίπλωσε τα φτερά του για να χωρέσει στου τοίχου την εικόνα, πάνω απ' το προσκέφαλό του. Το σπίτι σκοτεινό και κρύο. Αισθάνθηκε την παγωνιά να του κόβει την ανάσα. Ξάπλωσε με τα μάτια ανοιχτά. Μακάρι να γύριζε ο χρόνος πίσω, σκέφτηκε, πίσω πριν από……
Ξεροκαταπίνει, πνίγει ένα κόμπο στο λαιμό. Θυμάται. Χρόνια τώρα οι αναμνήσεις συχνά πυκνά αιμορραγούν κι ένας σωρός αναπάντητα γιατί ξεσκίζουν την ψυχή του. Με την κάννη σημάδευε τα όνειρα, αστόχησε. Κάθε φορά ήταν σίγουρος πως θα τα καταφέρει. Θυμάται το τρέμουλο της ψυχής με κάθε απόρριψη, κάθε φορά που άκουγε, ¨λυπάμαι πολύ¨ Έδενε κόμπους την ελπίδα μέχρι την επόμενη. Χάραζε καινούργια όρια. Κι ο καιρός περνούσε.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ήταν χαρούμενος και αισιόδοξος. Είχε ένα σπίτι με αψηλά παράθυρα που έβλεπαν στη θάλασσα. Είχε ένα μπράτσο να ακουμπά τις νύχτες που έδινε χρώμα στην αγρύπνια του. Τα ‘χασε όλα. Ο έρωτας σκόνταψε στις πρώτες δυσκολίες, δεν άντεξε. Δεν έψαξε, δεν τον αναζήτησε, τι νόημα είχε. Ίσως και να ‘ταν καλύτερα έτσι.
Το σπίτι αποκαΐδια σ’ εκείνη τη φονική πυρκαγιά του Ιούλη. Σε μια στιγμή μονάχα η νύχτα γέμισε φως, κόκκινο φως από φλόγες που ξέρασε η κόλαση. Η μάνα κι ο πατέρας σε μια μάταιη προσδοκία για βοήθεια.
¨Τρέξε¨ του φώναξαν. Κι έτρεξε. Κι εκείνοι πιασμένοι χέρι-χέρι θέλησαν να δείξουν στο θάνατο πως η αγάπη είναι πιο δυνατή.
Βαριά και πικρή η ανάσα απ’ τον καπνό, του άφησε ρεγάλο ένα χρόνιο άσθμα. Έκλαψε δίπλα στο κύμα, εκεί που βυθίζονται τα όνειρα κι ύστερα μισοκαμμένα τα ξεβράζει η θάλασσα. Κι αφού πέρασε ο καιρός του θρήνου, κλείδωσε το χρόνο στα συρτάρια του μυαλού του, κι έφυγε μη ξέροντας για πού. Δεν κοίταξε πίσω, ούτε μια στιγμή. Ένας σωρός καμένα κούτσουρα η ετοιμόρροπη ζωή του. Όσο πιο μακριά πήγαινε, τόσο η ερημιά μεγάλωνε. Κάθε μέρα έψαχνε μια ευκαιρία να επιβίωσει και κάθε νύχτα προσευχόταν.
¨Κύριε, σε παρακαλώ, πάρε με σε μια γωνιά του Παραδείσου, θα κάνω ότι θέλημα μου πεις¨
Τι βαρύ φορτίο περνά απ’ τις χαραμάδες της ψυχής. Πως σε ξετινάζουν έτσι οι άνεμοι όταν λιγοστεύουν οι αντοχές, αναρωτιέται, λίγο πριν ο ύπνος σφαλίσει τα βλέφαρά του.
Βυθίστηκε σ' έναν ύπνο αχάραγο. Τα όνειρα πάντα εφιαλτικά, γλιστρούσαν στο μυαλό του. Απόψε όμως ήταν αλλιώς.
Ένας ίσκιος γονάτισε δίπλα του. Θα ορκιζόταν πως ένιωσε το χάδι στο μέτωπό του. ¨Μάνα¨ ψιθύρισε και τα μάτια του, εκείνα τα λυπημένα μάτια γεμίζουν δάκρυα. Η κάμαρη γέμισε φως, σαν να ανέτειλε ο ήλιος. Είναι ζεστά, μυρίζει όμορφα στην αυλή τους, αγιόκλημα και γιασεμί. Έχω πεθάνει; αναρωτιέται, ή είναι όνειρο; Κλείνει τα μάτια να νιώσει το χάδι της. Χαμογελάει! Κι η μάνα τον νανουρίζει στον κόρφο της, σκύβει και αγγίζει τις πληγές που κουβαλούσε μέσα του, να τις γιατρέψει! Ένιωσε να μικραίνει, να μικραίνει, να μικραίνει……να αιωρείται. Πως έγινε και έφυγε η στέγη; Πως φύτρωσαν λευκά φτερά στους ώμους; Κι η μάνα τον κράταγε απ’ το χέρι κι όλο ανέβαιναν, σαν δυο πολύχρωμοι χαρταετοί στο απέραντο γαλάζιο. Κι όλο μίκραινε ο κόσμος κάτω. ¨Που πάμε;¨ ρώτησε. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. ¨Σσσς!…ησύχασε, μας περιμένουν¨
Αφέθηκε να ταξιδεύει! Πάνω απ' τα σύννεφα είχε τόσο γαλήνη και κάτω έβρεχε δάκρυα στη γη. Μέσα σε τόσο φως έσβησαν όλοι οι πόνοι.
Ήταν είκοσι του μηνός, ξημέρωμα Γενάρη!
Αννίκα
Ο πίνακας δια χειρός Αννίκας είναι της ίδιας και ανήκει στην ιδιωτική συλλογή της (ελαιογραφία)
Ένα λυτρωτικό πέρασμα στην απέναντι όχθη, μέσα απ' τη σπαραχτική σου διήγηση, Αννίκα μου. Φοβάμαι να ρωτήσω αν η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και συγκεκριμένα στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Έχω ακούσει και διαβάσει τόσες θλιβερές ιστορίες που αναδύονται ακόμα και σήμερα απ' τα αποκαϊδια της φωτιάς. Κι ο ήρωάς σου, φαίνεται πως ήταν άλλη μια "παράπλευρη απώλεια", μια τραυματισμένη ύπαρξη που δεν είχε άλλη διαφυγή παρά την επιστροφή του στη μητρική αγκαλιά. Στου παραδείσου τις πύλες αυτή τη φορά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ συγκινημένη, σου στέλνω την καλησπέρα μου, Αννίκα μου.
Μαρία μου, τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι είχα υπόψη μου όταν έγραφα, αλλά όχι θέλω να πιστεύω πως δεν είναι πραγματικό γεγονός. Το εύχομαι δηλαδή γιατί αυτά που ακούμε στη δίκη για τους ανθρώπους που έφυγαν και για όσους δοκιμάστηκαν, είναι ανατριχιαστικά. Και σκέπτομαι αυτούς τους ανθρώπους που ξαναζούν τη φρίκη. Πώς να κουβαλήσουν τις μνήμες χωρίς να ματώσει η ψυχή τους. Ας πούμε λοιπόν ένα μνημόσυνο για όσους χάθηκαν.
ΔιαγραφήΣ’ ευχαριστώ που είσαι εδώ Μαρία μου! Να είσαι πάντα καλά!
Καλό βράδυ!
Με τσάκισες! Με τσάκισες, το ξέρεις; Ναι, στο λέω άφοβα, με κάθε ανοιχτή εξομολόγηση ψυχής! Ο κόμπος δυνάμωνε σε κάθε λέξη, σε κάθε σου φράση. Γινόταν κύμα συγκίνησης και υποψία δακρύων σε κάθε παράγραφο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑννίκα μου.... Αννίκα μου...
Μερικές φορές, λίγα λόγια εκφράζουν αυτό το μεγάλο, που γέννησε το διήγημά σου.
Την αγάπη μου.
Ήταν αυτό το κάτι Γιάννη μου, που ταρακούνησε την ψυχή μου, αυτές τις μέρες της δίκης για το Μάτι. Λάθη, λάθη αμέτρητα στους σχεδιασμούς, στους χειρισμούς που όσους ¨έφυγαν ¨ μαυτό τον φρικτό τρόπο, αλλά και όσους έμειναν σε αιώνια απουσία και ανοιχτές πληγές στην ψυχή που δεν θα κλείσουν ποτέ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ζουν, απλά υπάρχουν. Η επιβράβευση για τη δουλειά μου με συγκινεί. Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιάννη!
ΔιαγραφήΚαλό σου βράδυ!
Όταν κάποιος έχει το ταλέντο να γράφει παρόμοια κείμενα που αγγίζουν με τόση ευαισθησία το τέλος, ο σχολιασμός δεν έχει καμιά θέση...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚρατώ σαν απόφθεγμα:
" Κι εκείνοι πιασμένοι χέρι-χέρι θέλησαν να δείξουν στο θάνατο πως η αγάπη είναι πιο δυνατή."
Ίσως αυτές οι μέρες είναι η μαύρη επέτειος από την πυρκαγιά στο Μάτι και εμείς δεν ξεχνάμε...
ΑΦιλιά συγκινημένα αλλά και φωτεινά!
Ναι Στεφανία μου, αυτή η αγάπη που αγκαλιάζει αυθόρμητα τους ανθρώπους είναι πηγαίο συναίσθημα και σ’ αυτήν θέλω να εστιάζω πάντα. Σε αρκετά σημεία χρησιμοποίησα εικόνες που έχουν σχέση με την πραγματικότητα και από κει και πέρα η γραφή πήρε το δρόμο της.
ΔιαγραφήΌχι δεν πρέπει να ξεχνάμε, αν και ο άνεμος της κρατικής μέριμνας είναι ακόμα αντίθετος.
Σ' ευχαριστώ Στεφανία μου, θερμά!
Σε φιλώ! Καλό βράδυ!
Άπειρη η ευαισθησία σου και η συγγραφική σου ικανότητα Αννίκα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε συγκλόνισε η αφήγησή σου. "...τον κράταγε απ’ το χέρι κι όλο ανέβαιναν, σαν δυο πολύχρωμοι χαρταετοί στο απέραντο γαλάζιο. Κι όλο μίκραινε ο κόσμος κάτω. ¨Που πάμε;¨ ρώτησε. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. ¨Σσσς!…ησύχασε, μας περιμένουν¨ .
Πόσο θα ήθελα να ήταν αλήθεια αυτό, πράγματι να μας περιμένουν. Και πόσο ακόμα θα ήθελα, η "έξοδος" να είναι πράγματι γεμάτη φως, σαν γιορτή.
Να είσαι καλά, με συγκίνησες.
Σε φιλώ γλυκά Αννίκα μου!
Είναι εκείνο το κλικ που νιώθεις Μαρία μου, που αφήνει τα συναισθήματα να βγουν από μέσα σου και γίνεται αφορμή να πάει η σκέψη παραπέρα. Αυτοί οι άνθρωποι (στη δίκη για το Μάτι) ξύνουν με τα νύχια τις πληγές τους, που δεν θα επουλωθούν ποτέ. Φρικτές ιστορίες. Και θέλω να πιστεύω πως μέσα από τη σκέψη μας θα βρουν ανάπαυση οι αδικοχαμένοι. Πόσο σε γαληνεύει Μαρία μου η ελπίδα να ξέρεις πως κάποιοι σε περιμένουν εκεί που όλα είναι φως, εκεί που ¨…..ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος…¨
ΔιαγραφήΠόσο σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και πόσο με συγκινείς.
Να είσαι καλά Μαρία μου!
Καλή εβδομάδα!
Θα ήταν ωραία να βλέπαμε και τους πίνακές σου Αννίκα μου. Αν κρίνω απ' αυτόν της ανάρτησης, αν και κάπως θολή η εικόνα, διαπιστώνω πως τα ταλέντα σου είναι πολλά! !
ΑπάντησηΔιαγραφήΈβγαλα τη φωτογραφία του πίνακα Μαρία μου με κινητό (παλαιάς κοπής) Το θολό το επεδίωξα καθώς ήθελα να δώσω την εντύπωση του παλιού, του σκονισμένου, της παράγκας μέσα στο μούχρωμα. Ήταν από τους πρώτους πίνακες όταν χρησιμοποιούσα λάδια. Με τον καιρό το διαλυτικό με ενοχλούσε και κατέληξα στα ακρυλικά που με βολεύουν. Μπορείς να δεις τα έργα μου στον πίνακα περιεχομένων: ακρυλικά και λάδια, δια χειρός Αννίκας και ζωγραφική. Για το ταλέντο…μμμ, δεν θα το ‘λεγα, πάντως προσπαθώ.
ΔιαγραφήΚαλό βράδυ!
Σε φιλώ!
Υποκλίνομαι στο μεγαλείο της ψυχής σου, Αννίκα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκινητικό - συγκλονιστικό το όλο αφήγημα... με την απουσία της πολιτείας σε δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις και με ακόμη πιο συγκινητικό το τέλος να μας θυμίζει τον τελικό προορισμό μας. Με όλο το λύγισμα της ψυχής όταν οι άνεμοι δυναμώνουν... κι όλη την παρουσία της αληθινής αγάπης να ελαφρώνει τη ψυχή και να απαλαίνει τον πόνο γεμίζοντάς τη με φως...
Δεν ξεχνάμε όμως πως οι νεκροί περιμένουν δικαίωση....
Καλή συνέχεια, Αννίκα μου, με Υγεία και κάθε καλό!
Καλή σου ημέρα!
Να γείρουμε τρυφερά σε μια ανάμνηση που τα σημάδια της ακόμα καίνε. Αυτό ήθελα να δώσω Μαρία μου. Υπάρχουν ακόμα σπίτια χωρίς στέγη που στάζουν σιωπή όταν βρέχει. Υπάρχουν άνθρωποι που αιώνια θα κουβαλούν τη μοναξιά μέσα τους. Και η αναλγησία κάποιων καλά κρατεί, βολεμένοι στο παραμύθι των φιλότιμων προσπαθειών. Ήθελα να αναφερθώ και στην ελπίδα τη στερνή ώρα, να λειάνω το φόβο του θανάτου για ένα ταξίδι γεμάτο φως.
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά Μαρία μου! Για τα καλά σου λόγια πολύ σ' ευχαριστώ!
Καλημέρα και σε σένα!
Αυτό...να γείρουμε τρυφερά, το έκανες Αννικα μου με όλη την σημασία της λέξεως στην τραγωδία αυτή που το μυαλό του ανθρώπου ανατριχιάζει με ότι έχουν αντικρίσει τα μάτια των ανθρώπων εκείνων που την έζησαν και θα την ζουν για το υπόλοιπο της ζωής τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο τέλος λυτρωτικό για την βασανισμένη ψυχή του ήρωά σου... θέλω να πιστεύω ότι έτσι θα είναι το γαλήνιο φως που θα μας δείχνει τον δρόμο όταν καλούμαστε από τον Ύψιστο να μετακομίσουμε.
Για ακόμα μια φορά μας έκανες κοινωνούς της γραφής σου Αννίκα μου σε ευχαριστούμε...Η ζωγραφική σου ακολουθεί την ποιότητα της σκέψης σου!
Να περνάς όμορφα με ότι κάνεις φίλη μου. Την αγάπη μου φιλιααα!❤
Είναι η κραυγή των αδικοχαμένων που πρέπει να ακουστεί όσο γίνεται πιο μακριά, όταν η αναλγησία αφήνει άθικτη τη συνείδηση.
ΔιαγραφήΚάποιοι είπαν: ¨…εγώ έλειπα…. αλλά και εκεί να ήμουν πάλι το ίδιο θα γινόταν….¨ Πόσο αδιάφοροι γίνονται οι άνθρωποι όταν δεν αφορά το ¨εγώ¨ τους. Ούτε τα δάκρυα, ούτε τα προσωπάκια εκείνων των παιδιών που χάθηκαν μπορούν να μαλακώσουν την πέτρινη καρδιά τους. Σε μια εποχή που το σκοτάδι κάλυψε τις ψυχές μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Ρούλα μου σ' ευχαριστώ πολύ! Να είσαι καλά!
Πολλά φιλιά! Καλό βράδυ!
Ουφ... Τί πίκρα ήταν αυτή, αλλά να σου πω την αλήθεια, αυτό το τέλος το βρήκα λυτρωτικό, ένας παράδεισος έστω και ως ψεύτικη ελπίδα (δε θα μάθει ποτέ κανείς), είναι καλύτερος από μιά ζωή γεμάτη πόνο και βάσανα.. Κι αυτό το "πως σε ξετινάζουν έτσι οι άνεμοι όταν λιγοστεύουν οι αντοχές", είναι τόσο ποιητικά θανατηφόρο.. Κυριολεκτικά, και "έγραψες" και "ζωγράφισες", Αννικάκι μου! 😉 Τα φιλιά μου και καλό μήνα! 🧡🎁
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπαθώ Πέτρα μου ακόμα και στη μυθοπλασία τίποτα να μην φαίνεται ψεύτικο. Και θέλω να πιστεύω πως δεν υπήρξαν παρόμοιες περιπτώσεις, αν και αυτά που ακούμε για το Μάτι είναι συγκλονιστικά. Το happy end για όσους έχασαν τα πάντα είναι μια ελπίδα αντάμωσης σ’ ένα παράδεισο ή για άλλους ένας σταυρός την υπόλοιπη ζωή τους να πορεύονται το Γολγοθά.
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ για την παρουσία και το όμορφο σχόλιο.
Καλό μήνα Πέτρα μου!
Σε φιλώ!
Κι όμως. Δεν είναι φανταστική η ιστορία σου. Εσύ μπορεί να την φαντάστηκες, αλλά, δυστυχώς, έβαλες στο γράψιμό σου, συναισθήματα, εικόνες και βιώματα που είναι πέρα για πέρα αληθινά. Κι αυτό πονάει, Άννα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ!
♥
Για όσους επέζησαν Αριστέα μου! Για όσους καταδικάστηκαν να κουβαλάνε μια ζωή ένα Σταυρό, να αντέξουν την υπόλοιπη ζωή τους. Κανένα μπάλωμα δεν αντέχει τόσο πόνο. Και γι αυτούς που κέρδισαν την αιωνιότητα…άθελά τους.
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ Αριστέα μου! Να είσαι καλά! Καλό μήνα!
Πω πω πω τι κείμενο! Τι συναίσθημα που βγάζει! Τι εικόνες! Μα ναι το ταξίδι τελικά με τη μάνα ήταν η μόνη ευτυχία που του απέμεινε. Ησύχασε πια γιατί ανέπνεε χωρίς να ζει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ γι αυτό που διάβασα
Καμμιά φορά Άννα οι λέξεις ξεπερνούν τη λογική και τότε ψάχνεις ένα τέλος με happy end. Κάπως έτσι το φαντάστηκα. Θα μπορούσε ίσως.
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ εγώ!