Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Ουχ η ψυχή εστίν η αποσθνήσκουσα.........



Εξομολόγηση μοιάζουν τούτες οι σκέψεις. Χιλιάδες αγαπημένες στιγμές στροβιλίζονται και γίνονται μνήμη αβεβήλωτη. Ανάγκη καμιά φορά να κρατάς φυλαγμένες αναμνήσεις. Κάνει λιγότερο πικρή την απουσία. Κι όσο περνούν τα χρόνια αυτή η φευγαλέα σκέψη πως η ψυχή εδώ να, τριγυρίζει, μεγεθύνεται και απλώνει ρίζες.
«Ουχ η ψυχή εστίν η αποθνήσκουσα, αλλά δια την ταύτης αναχώρησιν αποθνήσκει το σώμα» (Μ. Αθανάσιος) Πως γαληνεύεις όταν ξέρεις πως εκεί στ’ απόσκια του ουρανού δεν είσαι μόνος.

Εννιά του Νοέμβρη. Τέσσερα χρόνια πέρασαν, από εκείνο το ηλιόλουστο σχεδόν καλοκαιρινό πρωινό που ένα σκαρί μοναχικό με ένα μόνο επιβάτη αρμένιζε σπρωγμένο απ’ τους αέρηδες του φθινοπώρου. Σ΄ένα κρεβάτι που το βάραινε μόνο το ταλαίπωρο σώμα η ψυχή είχε από ώρα απλώσει φτερά για το στερνό ταξίδι με έγνοια και φόβο τους εφτά ουρανούς να περάσει ως να σταθεί μπροστά στον Κριτή και την πεθυμιά να διαβεί την Πύλη του Παραδείσου.
Μα πριν ακουμπήσει τα συντρίμμια της ζωής του σε μια άκρη του μεγάλου ελέους Του, σαν φόρο τιμής ζήτησε μια ύστερη ματιά στα μέρη που αγάπησε και φαρμακώθηκε.
 Έτσι κι αλλιώς πλήρωσε πια το χρέος του ολάκερο στη χιλιοβασανισμένη ζωή του. Δεν ήταν ποτέ ήρεμη και στρωτή κι ας τη διαφέντευε πάντα σύμφωνα με τις εντολές Του. Δεν ζήτησε ποτέ τίποτε από κανένα μα και κανείς ποτέ δεν του δωσε τίποτε. 
Μια τελευταία φορά να βγει ψηλά στα βουνά να βρει τις πατημασιές της ψυχής στ’ άγουρα χρόνια, ν’ ακούσει το τραγούδι του ανέμου, σαν τότε που έσμιγε με τον ήχο της φυσαρμόνικας που έπαιζε μ’ ένα τρέμουλο απ’ το φόβο, σαν πέρναγε δίπλα στις νερομάνες να ξεδιψάσει, να ξεπλύνει τα λερωμένα χέρια από λάσπη, κάρβουνο και ιδρώτα. Παιδί αμούστακο, στα δεκαοχτώ του, πικρής ζωής εργάτης σ’ εκείνη την τρύπα που λίγο έλειψε να γίνει ο τάφος του.  
Αγέρας του φάνηκαν τα ογδόντα οκτώ του χρόνια σαν πέταξε πάνω από στράτες γνώριμες της νιότης. Ποιας νιότης δηλαδή; Αγέλαστη ήταν τις πιο πολλές φορές από κείνη τη μέρα του Γενάρη που γεννήθηκε μέχρι τα υστερνά του.
Στους ίδιους δρόμους βρέθηκε τώρα, θαρρείς σαν να μην πέρασε ούτε μέρα. Πάνω απ’ τα σπίτια, τις αυλές, τις γειτονιές, πάνω απ’ το παλιό κοιμητήρι, τους άσπρους τάφους που μύριζαν λιβάνι, κερί και ρετσίνι απ’ τα κυπαρίσσια. Σ’ ένα μικρό, λιτό με την επιγραφή «σύζυγος αγαπημένη» κοντοστάθηκε. Μια σταγόνα φως, από κείνες που εξαγνίζουν την ψυχή κι ένα χαμόγελο γεμάτο προσμονή φτερούγισε στα χείλη.
 Να φωλιάσει στον κόρφο της, να χωρέσει στο άπλετο κενό του μυαλού της, να χαθεί σ εκείνο το βλέμμα, το γλυκύτερο του κόσμου, να πάρει όλους τους πόνους του. Αυτό προσμένει, το μεγάλο αντάμωμα στο φως, να γίνουν όλα όπως πρώτα παραδομένα στη γαλήνη.
«Έρχομαι, είπε, καλώς ν’ ανταμώσουμε»
 Ύστερα γύρισε πίσω στην πλατεία. Άνθρωποι γερασμένοι, απόμαχοι της ζωής, ξεχασμένοι στις καρέκλες του καφενείου, με την ίδια πάντα λογική που διαφέντευε τη ζήση τους. Πικρές οι μνήμες από μια εποχή που ξερνοβολούσε μάνητα και φαρμάκι κι ένα προτεταμένο δάχτυλο γίνονταν εξουσία και ρυθμιστής της καθημερινότητας. Σάμπως άλλαξε ο κόσμος; Σφάλιξε σφιχτά τα μάτια λες κι αν τα ‘κλεινε δεν θα θυμόταν.
Άκουσε την καμπάνα να χτυπά πένθιμα. Είχαν κιόλας προφτάσει τα μαντάτα. Κάποιοι είπαν «καλός άνθρωπος ήταν, Θεός σχωρέσ’ τον» Κάποιοι έκαναν τάχα πως λυπήθηκαν και σκούπισαν ένα ψεύτικο δάκρυ κι ύστερα ρώτησαν τι ώρα θα σερβίρουν τον καφέ με το παξιμαδάκι.
Ένα απαλό αεράκι τον έφερε πάνω από κείνο το λιότοπο που ήταν το μεράκι του. Σκούπιζε με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα απ’ το πρόσωπό του, σήκωνε τα μανίκια κι άρπαζε την αξίνα. Τσάπιζε, ξεχέρσωνε, δεντροφύτευε να σμίξει τα νιόβγαλτα βλαστάρια με τον ιδρώτα σε μια ξερή φριγμένη γη, να ποτίσει, να κλαδέψει, να μάσει το βλογημένο καρπό. Δεμένος με το χώμα να κλέβει φως απ’ τον ήλιο να ζεστάνει τη ζωή του.
 Όλα του κόσμου μάταια του φάνηκαν Άφησε τελευταίο το σπίτι. Το απάγκιο της ψυχής του μέχρι που Εκείνη έφυγε. Μόνο εκεί μπορούσε να νιώσει γαλήνη. Κι όταν την έχασε δεν τον χωρούσε πια ο τόπος. Έβαλε τις πολύτιμες στιγμές σ’ ένα κουτί και το ‘θαψε μαζί της.
 Κλαίνε οι ψυχές; Κι όμως ένα δάκρυ κάθισε για λίγο στα ματοτσίνορα, σαν ψιχάλα νοσταλγίας, ακριβή.
 Το σπίτι μύριζε μοσχολίβανο. Μόνο η καντήλα έκαιγε κάτω απ’ το εικονοστάσι. Παιδιά, εγγόνια, συγγενείς... δεν θρηνούσαν, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, ζύγιαζαν τις στιγμές που πέρασαν και κρατούσαν λογαριασμό για τους απόντες. Ήθελε να φωνάξει πως καλά είναι, δεν πονάει πια, δεν είναι μόνος, γέμισε η αυλή πεταλούδες, φως και πεταλούδες. Ψυχές που θα τον συνόδευαν στο μεγάλο ταξίδι. Μια νύχτα ακόμη ως την αιωνιότητα. Στην άκρη της ψυχής ένα χαμόγελο, μια καινούργια ζωή χωρίς σημάδια. Μια νύχτα ακόμη!

 
Τούτη τη μέρα που ο νους δεν συμμαζεύεται ξεστράτισαν όλες οι θύμησες. Τι είναι σάμπως ο θάνατος; Ρωτούσες. Ένας καινούργιος τόπος, έτσι τον φανταζόσουν. Εκείνος ο τόπος των ψυχών ήταν πιο αληθινός, πιο δίκαιος, ήταν αυτός που έψαχνες πάντα. Συχνά αναρωτιόσουν που πήγαν όλοι αυτοί που έφυγαν. Τώρα ξέρεις. Τι όμορφη προσδοκία να σε περιμένουν στην πόρτα του παράδεισου!
 Μόνο που…να, καμιά φορά ανάμεσα σ’ ένα ξεθωριασμένο δάκρυ, όταν ξεχειλίζει η μοναξιά νιώθω πικρό το ξεθεμέλιωμα. Καμιά φορά περιπλανιέμαι στους σκιερούς δρόμους της μνήμης κι οι σκέψεις, σαν αναμμένα κεράκια, φωτίζουν τις αναμνήσεις που όσο παλιώνουν τόσο πολύτιμες γίνονται.
 Και τότε κάνω μια ευχή, να μην ξεχάσω!

Στη μνήμη του πατέρα!
Αννίκας ...δια χειρός
9 Νοεμβρίου 2019