Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Μεγάλη Πέμπτη

Ανάμεσα στο 5ο και το 6ο Ευαγγέλιο ψάλλεται το αντίφωνο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»
Tα ωσαννά των Βαΐων εύκολα μετατρέπονται στο «Άρον , άρον σταύρωσον Αυτόν» όταν από υποκρισία και εγωισμό θεωρούμε συμφεροντολογική τη σχέση μαζί Του. Όταν δεν νοιώσουμε τον συγκλονισμό που θα έπρεπε να αισθάνεται ο καθένας όταν συμμετέχει στην τραγικότητα της θυσίας Του. Αμαρτωλοί, μίζεροι, ευτελείς, αναζητούμε δόξα χωρίς σταυρό, ακολουθούμε απλά μια πορεία τυπική, χωρίς πόνο, χωρίς ταπείνωση, χωρίς αγάπη, χωρίς την αλήθεια που κρύβουν τα λόγια και η ζωή Του. Η θυσία Του μας προκαλεί να δούμε ταπεινά τη δική μας στάση και σχέση απέναντί Του, μας δείχνει την οδό που ξεκινά από το Πάθος και καταλήγει πάντοτε στην Ανάσταση, τη δική Του και τη δική μας και χαρά σε όσους η πρόνοια τους έφερε συνοδοιπόρους σ’ αυτό το δρόμο.
                


                Στο Σταυρό

Να Του καρφώσουν άφησε τα χέρια
και σα ληστή με τους ληστές κοιτούσε.
Να Τον κοιτάνε —οι ματιές σαν τα μαχαίρια.
Αυτός που τη χαρά μόνο σκορπούσε
και μοναχά για να βλογάει είχε τα χέρια.

Κώστας Καρυωτάκης


Η στιγμή που η Παναγία συναντά την μάνα του Ιούδα είναι συγκλονιστική. Η μάνα Παναγία πενθεί για τον Θεάνθρωπο γιο της κι η μάνα του Ιούδα πενθεί για τον προδότη γιο της. Ο πόνος είναι ο ίδιος, είναι ο μεγάλος πόνος της μάνας που έχει χάσει το παιδί της, θρηνεί και σπαράζει για το σπλάχνο της.

Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο, την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο, τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.

Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος, θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.

Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη, και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.

Πώς να μην κλάψει που ‘γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα;

Κ’αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα. Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει. Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει;

Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει, μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;

Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ

Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει. Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν, νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα, που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει.

Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.

Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου, είμαι κ’εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου;

Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά:

Αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου. Μόνο μια μάνα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι, Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα, Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα

Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.

Τον δικό της τον καημό ξεχνά την ώρα εκείνη και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει

Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της, και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της

Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.

Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις, εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε, το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε. Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες, οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.

Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή: Αλλήλους ν’ Αγαπάτε!

Πηγή: Pontosnews

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Μεγάλη Τετάρτη


Η εν πολλαίς αμαρτίες περιπαισούσα γυνή

Χριστέ μου εγώ που αμάρτησα
πουλώντας το κορμί μου
σε καταγώγια άνομα,
σε κλίνες των Ρωμαίων
χαρίζοντας τον έρωτα
και την ακολασία,
ιδού! Μπροστά σου βρίσκομαι.
Θωρώ το μεγαλείο
του πάναγνου προσώπου Σου
και το χαμόγελό σου
πηγή δροσιάς στην έρημο,
καντήλι στο σκοτάδι.

Σου φέρνω μύρα Κύριε
για να με συγχωρήσεις.
Οίμοι! Σου κράζω η δύστυχη.
Νύχτα μέσ’ στην ψυχή μου,
σκότος χωρίς ξημέρωμα
χάος κι ακολασία
πριν σ’ αντικρύσω Κύριε,
πριν το χαμόγελό Σου
φως μου χαρίσει Άγιε.
Συγχώρεσέ με Πάναγνε
και δέξου τους χειμάρρους
απ’ των ματιών τα δάκρυα
κι απ’ της ψυχής το κλάμα.

Χριστέ μου, Συ πού έφερες
αγάπη μέσ’ στην πλάση,
Συ που το θαλασσόνερο
το φέρνεις στα ουράνια
σαν σύννεφο λευκόφαιο
για να τα ξαναστείλεις
σταλιά δροσιάς, βροχόσταλα
στη διψασμένη χώρα,
λυπήσουμε και δώσε μου
Χριστέ μου τη συγγνώμη.

Και ΄γω η πόρνη Κύριε,
θα τα καταφιλήσω
τα άχραντα τα πόδια Σου,
με μύρο θα τα λούσω
και τους βοστρύχους Πάνσοφε,
που άλλοτε θαμπώναν
τους Ιουδαίους έφηβους
θα ρίξω για πετσέτα
στεγνώνοντας τα πόδια Σου,
τις θεϊκές πατούσες.

Συγχώρεσέ με Πάναγνε,
σαν χάρη στο ζητάει
η πόρνη η ακόλαστη
η ξακουστή εταίρα,
που κείτεται στα πόδια Σου
και με το μοιρολόγι
ποθεί τις αμαρτίες της
να σβήσει με σφουγγάρι.
Ποιος Κύριε τα κρίματα
μιας άσωτης γυναίκας,
αυτής που ήμουν κάποτε,
θα τα εξιχνιάσει;

Ποιος τις αβύσσους της ψυχής
θα τις βυθομετρήσει;
Ποιος ψυχοσώστη Ιησού,
ποιος θα με συγχωρήσει;
Χριστέ μου πολυσπλαχνικέ
μη με παραμερίσεις
πριν από τα χείλη σ’ ακουσθεί
της συγχωριάς ο λόγος.


Μια απόδοση στη δημοτική, έκανε το 1968 ο Παντελής Αθανασιάδης που δημοσιεύθηκε την Μεγάλη Τρίτη της χρονιάς εκείνης, στην εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ της Θεσσαλονίκης. 

 Πηγή: Θησαυρός γνώσεων και Ευσέβειας ( Πνευματικά Θησαυρίσματα)




Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Μεγάλη Εβδομάδα


Δυστυχώς στις μέρες μας ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο, βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά, μιλάει μόνο με σήματα μες στη οχλαγωγία της ερημιάς, στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Μας ψέκασαν με αναισθητικό, έτσι που αποξενωθήκαμε από τον πόνο και γίναμε κραυγή έξω από τον πόνο. Απωλέσαμε τη θεσπέσια υμνωδία της λύπης, τη Μεγάλη Εβδομάδα μας.
 Μια κλωστή ποίησης, μια χορδή συγκίνησης διαπερνούσε πάλαι ποτέ τη Μεγάλη Εβδομάδα μας. Και μια θεσπέσια μουσική των θλιμμένων ύμνων της έραινε την παιδική μας αθωότητα. "Τω καιρώ εκείνω", τότε που "αι γενεαί πάσαι ύμνον την ταφή σου…", τότε που σχολιαρόπαιδα ντυμένα με το κοντό παντελονάκι και το πολύχρωμο πουκαμισάκι της άνοιξης στριμωχνόμασταν κρατώντας το βιβλιαράκι του "Επιτάφιου θρήνου", για το ποιος θα πιάσει την καλύτερη θέση να ψάλλουμε με σέβας και μ’ ένα ρίγος που μας διαπερνούσε, με μια εξαίσια "φάλτσα" φωνή, μέσα στο κατανυκτικό αχνό φως των κεριών: "Η ζωή πώς θνήσκεις; Πώς και τάφω οικείς;… Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;…". Βαθιά εντυπωμένη μέσα μου ακόμη η φωνή, θρηνητική κραυγή, του παπά από την ωραία πύλη, τη φοβερή στιγμή της κορύφωσης του θείου πάθους: "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου".
 Κένταγε τα σπλάχνα μας η λύπη, γιατί εξανθρωπίζαμε το Χριστό, τον κάναμε ολότελα δικό μας, πατέρα, μάνα, αδερφό, αγαπημένο φίλο, και ο καθένας κείνη τη στιγμή θρηνούσε μέσα του το δικό του εσταυρωμένο, το δικό του ενταφιασμένο.
Κι ύστερα τη Μ. Παρασκευή από νωρίς το πρωί κοριτσόπουλα κι αγόρια, παρέες παρέες, να τρέχουμε στους αγρούς να μαζέψουμε αγριολούλουδα για το στολισμό του Επιταφίου με συνοδεία το θλιβερό ήχο της καμπάνας. Και γύρω μας και εντός μας η Άνοιξη ανθισμένη......
Ποιά απ' τα παιδιά μας σήμερα, τους νέους, παρά την τόση πληροφόρηση, γνωρίζει το Ρωμανό το Μελωδό, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό; Κι εμείς δεν γνωρίζαμε, μα είμαστε τυχεροί γιατί αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε και να βιώσουμε την ποιητική και μουσική λάμψη των ύμνων τους.
Πρώτη και μέγιστη ευθύνη των ταγών της εκκλησίας γι αυτή την αποξένωσή μας. Αφ' ότου ενέσκηψε η "πρόοδος"και στούς ναούς χάθηκε η μαγεία της υμνωδίας. Τα μεγάφωνα, οι ηλεκτρικές καμπάνες, ο λουσάτος φωτισμός, η επιδειξιομανία της ένδυσης, δρουν αποτρεπτικά στο στοχασμό και στην κοινωνία της χαρμολύπης
Δεν είναι αναγκαίο να είναι κανείς θρήσκος για να νιώσει το μεγαλείο της λύπης του Μεγαλοβδόμαδου, φτάνει να έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του, ζωντανούς και νεκρούς, να κλει’ μέσα του τους δικούς του Χριστούς. Και να συνεχίζει να ανάβει το κεράκι του στο ξωκλήσι του αγίου Λύπιου:
 " ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια
 κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια…" (Β. Λεοντάρης).
 Τότε!..."Τω καιρώ εκείνω."....Ας είναι!… έτσι ήρθαν τα πράγματα κι έτσι θα πάνε, αν δεν τα αλλάξουμε…...

 Απόσπασμα του  Γιάννη Π. Τζήκα  :Μεγάλη Εβδομάδα: "Από λύπην υπάρχουμε"
   πηγή:  Λόγος Παράταιρος Πες το με ποίηση (53ο)

Ο Θεός έσται μεθ' υμών.
Καλή Μεγάλη Εβδομάδα και Καλή Ανάσταση

Αννίκα