Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Τι κι αν φεύγει το σώμα, η ψυχή δεν θα σβήσει ποτέ


Το λεωφορείο με μια σταθερή ταχύτητα καταβροχθίζει τα χιλιόμετρα, ανεβαίνοντας όλο και πιο βόρεια. Το τοπίo εναλλάσσεται διαρκώς με χίλια χρώματα και αντιθέσεις. Το πράσινο του κάμπου με τις άσπρες χιονισμένες κορφές του Παρνασσού και του Όλυμπου και στα δεξιά το μπλε της θάλασσας ν'αλλάζει χίλια χρώματα από μια ακτίνα του ήλιου που πέφτει λοξά απ' τις χαραμάδες του ουρανού, σαν προβολέας.

 Ο ήλιος παίζει κρυφτό με τα σύννεφα κι όσο ανεβαίνουμε βόρεια αλλάζει διάθεση και αφήνει ένα περαστικό σύννεφο να ρίξει ένα αρρωστημένο ψιλόβροχο που μαστιγώνει τα τζάμια.
Πενήντα πέντε άνθρωποι καθένας με τις σκέψεις του. Κάποιοι παίζουν με το κινητό, κάποιοι κοιμούνται, κάποιοι χαζεύουν αδιάφορα έξω. Έξι ώρες ταξίδι για τη Θεσσαλονίκη κι από κει άλλες τέσσερις για τον προορισμό μου.
Ένα ταξίδι στο χωριό που γεννήθηκα, για να συνοδεύσουμε στην τελευταία του κατοικία πρόσωπο αγαπημένο. Ένας κρίκος λιγότερος στην αλυσίδα που συγκρατεί την οικογένεια. Θλίψη όχι μόνο για τον εκλιπόντα, που έδωσε μια δύσκολη μάχη και έφυγε με αξιοπρέπεια. Θλίψη και γι αυτούς που έμειναν πίσω, θλίψη για την γειτονιά που όλο κι αδειάζει…όλο κι αδειάζει. Σε λίγο κανείς δεν θα υπάρχει πια να βγει για καλωσόρισμα. Δεν θα υπάρχει άνθρωπος ν’ ανταλλάξεις καλημέρα.

 Με σπαραγμὸ κρατώντας τη βαριὰ καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ᾿ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.
.............................................................
με σπαραγμὸ κρατώντας τη βαριὰ καρδιά μου
δε μπαίνω μέσα. Απ’ έξω κάθομαι και κλαίω..

(Νικηφόρος Βρεττάκος-επιστροφή)

 Έφτασα αργά το απόγευμα. Πίσω από τις κορυφές των βουνών ο ήλιος είχε από ώρα δύσει. Μάρτης  μήνας και ο ουρανός άλλαζε χίλια χρώματα μέχρι να βγει ο αποσπερίτης. Βρήκα το σπίτι μας βουβό, βυθισμένο στο σκοτάδι. Η μικρή μας αυλή χορταριασμένη γεμάτη κλαδιά και φύλλα. Τα παρτέρια μουλιάζουν στην υγρασία Καθισμένες οι ψυχές κει δα στην πέτρα της αυλής αμίλητες, καρτεράνε κοιτάζοντας το δρόμο.  Σαν ν'ακούω τη φωνή τους.
-Ήρτες κόρη;  Κι ο νους μου πάει χρόνια πίσω τότε που με περίμεναν κι έλαμπε από χαρά και προσμονή το πρόσωπό τους.
Η συγκίνηση μου σφίγγει το λαιμό. Ο ήχος του κλειδιού στην πόρτα ξερός, μου φάνηκε γεμάτος παράπονο. Οι κάμαρες με διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες  να μπαινοβγαίνει η μοναξιά. Βολεύτηκε, δεν θέλει επισκέψεις. Κοίταξα τις φωτογραφίες.
- Ήρθα!  Τους είπα και χαμογέλασα κι ύστερα πέρασα σε όλα τα δωμάτια. Καθαρά  και συγυρισμένα, όπως τότε.
 Στον τοίχο το ρολόι σταματημένο στις έξι. Το παλιό του σακάκι κρεμασμένο πίσω απ΄την πόρτα. Στον καθρέφτη κίτρινο απ’το χρόνο το πανί της Καλημέρας, κεντημένα με πολύχρωμη ξεθωριασμένη  κλωστή ένα-ένα τα γράμματα, Καλημέρα. Οι μορφές καρφωμένες στον καθρέφτη να κοιτάνε γεμάτες παράπονο.
 Τακτοποιημένες δίπλα στο κρεβάτι οι παντόφλες του, στο πάνω συρτάρι μισοτελειωμένη η  δαντέλα της μαμάς μαζί με δυο κουκλιά από κουρέλια, απ' τα πρώτα παιχνίδια των κοριτσιών. Δυο εικονίσματα που αναδίδουν ακόμη λιβάνι κι αγιοσύνη. Στην κουζίνα δυο ρωγμές πέρα ως πέρα στο ταβάνι. 
 Στάθηκα λίγο στην πόρτα. Γύρω μου στήνουν χορό η νιότη, η φθορά κι οι θύμησες. Χαμηλωμένο το φως στο λαμπόγυαλο σκορπά μια γλυκιά θαλπωρή στην κάμαρη. Ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι και δυο κοριτσια συζητούν χαμηλόφωνα και αφουγκράζονται τον κάθε ήχο.
 Τις νύχτες τότε που οι σκιές απ’το φως του καντηλιού ζωντανεύουν τότε που όλη η φύση και οι θόρυβοι γίνονταν ένα με τη φαντασία και τα όνειρα, μπορεί να μην είδαμε, όμως τις βαριές πατημασιές του καβαλάρη που φυλάει το χωριό, του Αι-Γιώργη, τις ακούγαμε ξεκάθαρα. Γιατί την ώρα που πέρναγε τις γειτονιές, σώπαιναν όλα, και τα σκυλιά κι οι κουκουβάγιες κι ο αέρας μαλάκωνε την οργή του και ακούγαμε ξεκάθαρα τον καλπασμό του αλόγου.
 Παιδιά ήμασταν και οι ιστορίες της γιαγιάς πάντα μας έφερναν ανατριχίλα συνάμα όμως και περιέργεια. Χαμογέλασα στη σκέψη.
 Θυμάμαι, αξημέρωτα έβγαινε ο πατέρας να φέρει ξύλα ν' ανάψει τη σόμπα και πριν μπει μέσα χτύπούσε δυνατά τα πόδια να καθαρίσει τάχατε το χιόνι απ' τα παπούτσια. Πεταγόμασταν απ' το κρεβάτι και κολλούσαμε τις μουρίτσες στο τζάμι να δούμε το χιόνι. Κι εκείνος γέλαγε....πως γέλαγε που κατάφερε τάχατε να μας ξεγελάσει.
Η μάνα στην κουζίνα έφτιαχνε σιμιγδαλένιο χαλβά και καμμιά φορά αντί για σιμιγδάλι με αλεύρι καβουρντισμένο και το μικρό ραδιοφωνάκι δίπλα της έπαιζε το σπίτι των ανέμων με την Τζοάννα και τον Λαμπίρη. Στο μιντέρι της κουζίνας η γιαγιά με συμβουλές και σοφίες.
-Να γίνετε νοικοκυρές, να σέβεστε τον άνδρα και να μη του τα λέτε όλα...ακούτε..Έτσι κρατάνε τα σπίτια αγαπημένα....
-Ααχ βρε γιαγιά! η ζωή τρέχει και τρέχουμε και μεις στο κατόπι της.

 Βγήκα στην αυλή.Ο κήπος κατάξερος, άλλωτε πρασίνιζε ο τόπος. Ακούω ακόμη την αξίνα του να σκάβει. Δύσκολη η ζωή και μόνο χαρακιές  άφησε στην ψυχή του.
 Σαν παράπονο ακούω τη φωνή του.
-Εε μπρε κορίτσι μου, άμα κλείσει η πόρτα πίσω μας ποιός θα μας θυμάται;

Κάνεις λάθος πατέρα. Εμείς!
 Τι κι αν φεύγει το σώμα, η ψυχή δεν θα σβήσει ποτέ.
Το πατρικό είναι για μας το απάγκιο της σκέψης μας, είναι οι αναμνήσεις μας, οι χαρούμενες, οι πονεμένες, τα όνειρα κι οι αγρύπνιες μας, θα είναι πάντα το καταφύγιο της ψυχής μας. Μόνο που δεν θα είναι ποτέ το ίδιο μαυτό που ζήσαμε. Μόνο που οι φωνές, τα γέλια , τα κλάματα θα έρχονται σαν ανάμνηση και νοσταλγία για όλα εκείνα που ξέρουμε πως έσβησαν για πάντα. 
Αισθάνθηκα μια μοναξιά αβάσταχτη να με τσακίζει.
 Ελάχιστα τζάκια καπνίζουν στη γειτονιά. Μήπως έμεινε και κανείς; Τα περισσότερα σπίτια κλειστά. Όλα βυθισμένα στο σκοτάδι και πέρα κατά το νοτιά τα φώτα της πόλης τρεμουλιάζουν σα γαλαξίας στο σκοτεινό ορίζοντα. Έκλεισα την πόρτα όσο πιο σιγά μπορούσα.
  Έκανε ψύχρα. Νύχτα Μαρτιάτικη με μια ξαστεριά κι ένα νυσταγμένο φεγγάρι να φωτίζει κάτω το δρόμο μιας κουκουβάγιας. Ένα ελαφρό αεράκι έφερνε ξέπνοο το αγκομαχητό του τρένου που προσπαθούσε να βγάλει την ανηφόρα.
 Όμως θαρρώ πως τώρα μ’ αποχαιρετούσε. Το απόγευμα της επομένης ξαναπήρα  το λεωφορείο για την Αθήνα γεμάτη τύψεις που δεν μπορούσα να μείνω παραπάνω.Έδωσα υπόσχεση, το καλοκαίρι –πρώτα ο Θεός-να γυρίσω.

με σπαραγμὸ κρατώντας τη βαριὰ καρδιά μου
…….. Απ’ έξω κάθομαι και κλαίω...

Αννίκα


2 σχόλια:

  1. Ξαναπέρασα και σαν να σε συνόδεψα στο πατρικό σου, καθώς εικόνες εγκατάλειψης, άμα φύγουν οι άνθρωποι...βρίσκω και στη δική μου γειτονιά!
    Πού μπορώ να βρώ e-mail ή fb?
    Ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυστυχώς η εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου μόνο θλίψη φέρνει. Πνιγμένες στη σιωπή οι γειτονιές, συντροφιά με τις σκουριασμένες καγκελόπορτες. Έμειναν μόνο οι μνήμες που φέρνουν νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις, απομεινάρια μιας άλλης εποχής! Ευχαριστώ για την επίσκεψη, αν θέλεις θα τα λέμε από εδώ όταν μας δίνεται η ευκαιρία

    ΑπάντησηΔιαγραφή