Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Mάνα μητέρα μαμά

14 του Μάη. Μια ιδιαίτερη μέρα για όλους. Μια μέρα αφιερωμένη στις μητέρες όλου του κόσμου, στο πιο αγαπημένο και το πιο ιερό πρόσωπο της ζωής μας. Στις μητέρες που μας μεγάλωσαν και μας στήριξαν διαπλάθοντας το χαρακτήρα και την προσωπικότητά  μας, δίνοντάς μας ανιδιοτελή αγάπη, στοργή, ασφάλεια, εμπιστοσύνη και προοπτικές για καλύτερη ζωή. Ο εορτασμός της αποτελεί ελάχιστο δείγμα ανταπόδοσης, σεβασμού, αγάπης και αναγνώρισης για την ανεκτίμητη προσφορά της στην οικογένεια. Είναι  δύσκολο να μιλήσει κανείς για ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί χιλιάδες βιβλία, χιλιάδες κείμενα. Στέκομαι σε κάποια που σημάδεψαν τα πρώτα εφηβικά μας χρόνια. Τότε που επηρεασμένoι από επαναστατικές ιδέες και πιστεύω, ταυτιζόμασταν και συμπάσχαμε  με τους ήρωες, τότε που νιόβγαλτα πουλάκια δοκιμάζαμε τις φτερούγες μας για να κατακτήσουμε τον κόσμο, τότε που ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης, η Διδώ Σωτηρίου, ο Ντοστογιέφκι, ο Τολστόι, ο Γκόρκι, η Μπάκ και δεκάδες άλλοι κλασσικοί έντυναν τα βιβλία τους με πάθος και όραμα με λέξεις και εικόνες που παρόλο που αναφερόταν σε «άλλους καιρούς και άλλα ήθη»  έμειναν ζωντανές στην καρδιά μας μέχρι σήμερα. 

Ένα μικρό αφιέρωμα σε όλες τις μανάδες, τις υπομονετικές, τις ήρεμες ή τις οξύθυμες, τις τρυφερές, τις λιγομίλητες,............
τις εργατικές, τις προνοητικές, τις καλοσυνάτες, τις νοικοκυρές ή τις εργαζόμενες, τις αγράμματες ή τις μορφωμένες. Την πιο μεγάλη αγκαλιά γιαυτές που είναι δίπλα μας και την πιο γλυκιά μας σκέψη γι' αυτές που ζουν στην καρδιά μας.

                                                                             Το σπίτι μου: Διδώ Σωτηρίου
                                                                       
     απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ματωμένα Χώματα

Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι." Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο"
Την εβλέπαμε σαν τον σκεπασμένο ήλιο που τόνε μαντεύεις μα οι αχτίδες του δεν φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε......Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά. έστηνε τσουκάλι να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε  πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσιρίζει.
Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι.
Όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και την νοικοκυροσύνη της............




                         Η μάνα:  Περλ Μπακ


Η μητέρα πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς
 που θα γνωρίσει ανείπωτη πίκρα, με την εξαφάνιση του
 άνδρα της,τον χαμό της κόρης και του γιού της.
Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της. Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.



 Π. Μπακ, Η μάνα, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, Εκδόσεις Πάπυρος [πηγή: Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο]



                                                                           

              Μάνα: Μαξιμ Γκόρκι

  Η Πελαγέα Νίλοβνα, είναι μια γυναίκα βασανισμένη, φοβισμένη, κακοποιημένη από τον άντρα της, έμαθε να ζει στο περιθώριο και απλά να εκτελεί εντολές, όπως όλες οι γυναίκες της τάξης της, αθόρυβη, διακριτική, λίγο καμπουριασμένη, με  κορμί τσακισμένο από τα πολλά χρόνια της δουλειάς και τις γροθιές του άντρα της. Περπατούσε αθόρυβα και κάπως με το πλευρό, λες κι όλο φοβότανε μην τύχει κι αγγίξει κάτι στο πέρασμά της. Το πλατύ, στρογγυλό πρόσωπό της, φωτιζόταν από τα σκούρα μάτια ανήσυχα και θλιμμένα.
 Καθώς ο «Πάσια» θα πρωτοστατήσει στον επαναστατικό αγώνα, η Νίλοβνα  θα αποδεχτεί την επιλογή του παιδιού της. Θα γοητευτεί από το πάθος τους, θα τους αγαπήσει, θα ταυτιστεί μαζί τους, θα νιώσει μέρος και μέλος μιας ομάδας που για κάτι όμορφο αγωνίζεται. Αργότερα, μάλιστα, επηρεασμένη και από τις προσωπικές της εμπειρίες, από τη δική της «σκλαβιά», δεν θα διστάσει ούτε στιγμή, να αναλάβει πολλές φορές και η ίδια επικίνδυνες αποστολές. Θα γίνει η «μανούλα» όλων, η «μανούλα» μιας ολόκληρης ιδεολογίας.

«Συλλογιόμουνα τη δική μου ζωή, θεέ και κύριε! Πώς έζησα εγώ; Ξύλο… δουλειά… τίποτα δεν έβλεπα παρεκτός απ’ τον άντρα, τίποτα δεν ήξερα άλλο από το φόβο!  Όλες οι φροντίδες, όλες οι σκέψεις μου ένα σκοπό είχαν, να ταίσω το θεριό μου, να τον χορτάσω, να προλάβω, για να μη θυμώνει, να μη με φοβερίζει με τις γροθιές, να με λυπηθεί έστω μια φορά. Δε θυμάμαι να με λυπήθηκε ποτές.  Είκοσι χρόνια έζησα έτσι…».
«Η Νίλοβνα αγαπάει το γιο της, τώρα όμως αγαπάει σαν μάνα όλους τους καταπιεσμένους, νιώθει τον εαυτό της μάνα μια γιγάντιας οικογένειας, ολόκληρης της εργατικής τάξης, καταλαβαίνει πως είναι χρήσιμη. Και βήμα προς βήμα ξεπερνάει το φόβο. Από δυστυχισμένη και απόλυτα υποταγμένη γυναίκα γίνεται ατρόμητη αγωνίστρια, ζει μια ζωή που καταλαβαίνει το νόημά της».
 Στο συγκεντρωμένο πλήθος που την ακούει με ενδιαφέρον και συμπάθεια, θα πει
«-Χρυσοί μου! Για τα παιδιά είν’ η ζωή, η γης δική τους είναι!».

Απόσπασμα του βιβλίου
  Επιμέλεια:  Γιώτα Κοτσαύτη


Η μάνα του καλοκαιριού: Βασίλη Λιόγκαρη

Τέσσερα που λες είναι αυτά και κακό να μην έχουνε. Τα πλένεις, τα καθαρίζεις και ώσπου να πεις τρεις γυρίζουν λερωμένα. Και γω τέσσερα είχα, αλλά τα 'βγαζα πέρα μονάχη μου, χωρίς να 'χω τη βοήθεια κανενός. Άλλοι καιροί τότε να μου πεις. Και που δεν είχαμε τις ανέσεις, ούτε μπάνια,ούτε τα θερμοσίφωνα, ούτε τα πλυντήρια, ούτε τα τρεχούμενα νερά, ούτε τα τάιντ μας, ούτε τα μάιντ μας.........................       Να ανάψω τη φωτιά με κούτσουρα, να βάλω το καζάνι να βράσει, και δοσ’ του τενεκέδες νερό απ’το  πηγάδι. Να τα βάλω κάτω απ’την καρυδιά, να τα ξεβρακώσω και να τα κάνω λαμπίκο με γνήσιο σαπούνι λαδιού.
Κι εκείνος ο μικρός μου ο Κωσταντής πάντα θα’ κανε την ζημιά του. Να ρίξει καρβουνίδι να μου λερώσει την μπουγάδα και να τον κυνηγάω με μια βέργα από αγριελιά. Να μου κρύβεται πίσω απ’ την πεζούλα και να με πετροβολά και να με κάνει να σκάω απ’το κακό μου. Τέλος πάντων! Να, τα θυμάμαι καμιά φορά κι εγώ, δεν ξέρω τι με πιάνει. Περασμένα μπορεί να είναι, μα καθόλου ξεχασμένα. Σημάδεψαν τη ζωή μου.
 ………… Και που να βρείς την όασή σου. Ξέρω καλά και δεν έχω αυταπάτες. Όαση για μένα δεν υπάρχει. Αγώνας μόνο και προσπάθεια τα χρόνια που πέρασαν. Μα δεν μπορώ πια, δεν έχω το κουράγιο να ιστορίσω τι έχω τραβηγμένα.
.Αρχίζω και γω σε λίγο να βαραίνω. Αισθάνομαι πολύ όμορφα. Χρόνια είχα να νιώσω έτσι. Χρόνια κάτι να ομορφύνει τη ζωή μου. Ααχ και να φτάσεις ογδόντα ή και ενενήντα ακόμα. Μόλις χτες θα πεις πως γεννήθηκες, κι όλα τούτα τα χρόνια που πέρασαν, άνεμος κι αγέρας κι έσβησαν και χάθηκαν από μπροστά σου και μόνο το αύριο σκέφτεσαι που είναι αβέβαιο και σύντομο, σαν μια σταγόνα θαλασσινό νερό που εξατμίζεται στον ήλιο και μένει κάτασπρος λεκές από αλάτι. Έχω να κάνω ακόμα χίλιες δουλειές πριν πεθάνω.


Βασίλη Λιόγκαρη
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Σεπτέμβρης 1988
Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή


Η μάνα του Χριστού: Κώστας Βάρναλης

απόσπασμα

Α! πως είχα σα μάνα κι᾿ εγὼ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι᾿ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ᾿ άλλα σου αδέρφια να σ᾿ είχα γεννήσει
κι᾿ απὸ δόξες αλάργα κι᾿ αλάργα απὸ μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ᾿ αυλὴ με πηγάδι. . .
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλὸ και γλυκὸ σαν το λάδι.


Κι᾿ άμ᾿ ανοίγῃς την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν᾿ ανασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ όλο κέδρον αγέρι.


Κ᾿ αφοῦ λίγο σταθής και το σπίτι γεμίσῃ
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι᾿ Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνῃ νερὸ να σου χύσῃ,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν᾿ αρχίσῃ.

Κι᾿ ο κατόχρονος θάνατος θάφτανε μέλι
και πολλὴ φύτρα θ᾿ άφηνες τέκνα κι᾿ αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφια κι᾿ αμπέλι,
τ᾿ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.......


Κώστας Βάρναλης Ποιήματα
πηγή: Google


Χρόνια Πολλά στις Μανούλες όλου του κόσμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου