Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Χριστούγεννα Ορφανά - Π.Παπαχριστοδούλου


  Πέρασαν τα μεσάνυχτα. Το είπαν οι κόκκορες. Προχώρησε η νύχτα. Οι ώρες σαν χρόνια ατέλειωτα αργοδιάβαιναν, ώσπου πήραν τα βαθειά χαράματα. Τότες έγινε το θάμα. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρούμενα, μελωδικά. Ο μαχαλάς όλος στο ποδάρι. Δεν έμεινε σπίτι, που να μη ‘τοιμάστηκε για την εκκλησία.
  Τα τζάκια έκαιαν, τα φαγιά έβραζαν, και η κόνα Μαυροδέσσα έστησε τον τέντζερη με την κότα. Μια σούπα κι ένα κομμάτι κρεατάκι ήταν αρκετό για να βγουν από τη σαρακοστή, να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού.
  Και ξεκίνησαν για την εκκλησία αλλαγμένες και παστρικές. Πήγαιναν με τα πρόσωπα χαρούμενα, με την όψη γιορτινή. Στον κόσμο μπροστά ήξεραν να κρύβουν τη λύπη τους. Και μέσα στην κατάφωτη εκκλησία τους λαμπερούς και χαρούμενους άγιους, μέσα στη χαρά του κόσμου, την κατανυχτικιά λειτουργία, δεν έβγαλαν ένα αχ μάνα και κόρη. Δεν απόδειξαν τη λύπη τους. Δεν είπαν
τον πόνο τους. Προσκύνησαν, άκουσαν τη λειτουργία, μετάλαβαν και ψιθύρισαν μαζί με τους ψαλτάδες τα τροπάρια. Μόνο κρυφά και μυστικά μουρμούριζαν.
 -Παναγία μ’ στείλτον να, Χριστέ μ’ ας ερτ’, Άγιοισαρανταμάρτυροι, κάντε το καλό….
  Κι όπως όλος ο κόσμος, παίρνοντας το αντίδωρο, τράβηξαν για το σπίτι τους. Τα παιδιά κοιμούνταν μέσα σ’ όνειρα γλυκά κι αμέριμνα. Ξεκλειδώνοντας τη θύρα, μπήκαν πατώντας στα χιόνια γραπ γρουπ. Άναψαν τη λάμπα τους, προσκύνησαν στο εικονοστάσι και ήπιαν έναν καφέ. Η κότα έβραζε στο τζάκι. Κι όμως τέτοια μέρα για πρώτη φορά δεν θα ‘τρωγαν νύχτα στο τραπέζι-χιλιόχρονη συνήθεια των πατέρων τους. Ο Μανώλης έλειπε. Τι τραπέζι να στήσουν; Και ξανάπεσαν στο στρώμα. Ο ύπνος ξημερώματα τις πήρε βαθύς.
  Πρωί κάποια χτυπήματα δυνατά τις ξύπνησαν. Έφτασαν τα μηνύματα. Το γράμμα και το κομμάτι του γουρουνιού με τα λουκάνικα και τα δυο μετζήτια. Τι χαρά Θεού! Διαβάζοντας το γράμμα, Χριστούγεννα ανήμερα, η κόνα Μαυροδέσσα με την κόρη της και τ’ αγγόνια της, έκλαιγαν μαζί και γελούσαν.
      Γυναίκα μ’ Ελέγκω
Χαιρετίσματα πολλά πε μένα τον άντρα σ’, χαιρετίσματα στα παιδιά μ’ και τη μάννα σ’. Τη φετνή χρονιά δε θα κάνουμ’ μαζί Χριστούγεννα. Ήρταν τα πράματα ανάποδα. Μόν’ σας στέλνω δυό μετζήτια και ένα κομμάτ’ γουρούν’ και λίγα λουκάνικα. Πορέψτε μαυτά και την Πρωτοχρονιά να διούμε. Το παιδί ο Ιωνάς είναι καλά. Χρόνους Πολλούς και πολλά χαιρετίσματα σε ουλνούς.
Ο άντρας σ’ Μανώλς.
  -Μανώλη μ’ είπε ναχς τη Θεού την ευκή.
  Και σα διάβασε και μια και δυό το γράμμα του Μανώλη η γραμματιζούμενη εγγονή, η Πηνελόπ’, κάθισαν στο τραπέζι. Τώρα είχαν πια και τα δώρα και το γράμμα και τους παράδες. Τι άλλο ήθελαν;
  Και η μικρή σώπασε πια. Αγκάλιασε τα καλτσάκια τα μάλλινα, δώρο του πατέρα της και χαρούμενη τα ‘δειχνε από δώ κι από κει. Τ’ όνειρό της είχε διαλύσει. Είχε δει το φτωχό, πως ο πατέρας του, του ‘χε κρεμάσει τα καλτσάκια απ΄το καρφί μαζί με τα πατίκια του δεμένα. Τώρα τα κρατούσε στα χεράκια του.
  Όλη τη μέρα κείνη χιόνιζε δυνατά. Μα όσο κι αν ο καιρός ήταν βαρύς, η ψυχή της κόνα Μαυροδέσσας αλάφρωσε. Το γράμμα του γαμπρού της ήταν μεγάλη παρηγοριά, μια και δεν είχε προφτάξει ο ίδιος, ήταν βάλσαμο, ευτυχία.

Απόσπασμα από το διήγημα: Χριστούγεννα Ορφανά     ( Από τις Αλησμόνητες Πατρίδες – Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά στην Ανατολική Θράκη)  του Π. Παπαχριστοδούλου  εκδ. ΡΗΣΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου