Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Φθινοπωρινή Βροχή

Απ’ το πρωϊ ζέστη και υγρασία έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Σε ένα καταγάλανο ουρανό ένα συννεφάκι άσπρο, σκάλωσε στην βουνοκορφή της Πάρνηθας, και έμεινε εκεί για ώρα κάνοντας χάζι  κάτω, μακριά την Αθήνα που έβραζε. Κι ύστερα τ’αποφάσισε. Κατσούφιασε, άλλαξε χρώμα, φώναξε και τα αδέρφια του και χύμηξαν στον ήλιο. Γέμισε ο τόπος απ’ τον ίσκιο τους. Βούρκωσε ο ουρανός έτοιμος να στάξει. Σύννεφα μαύρα έτρεχαν κατά το νοτιά κι ένα αεράκι που όλο και δυνάμωνε κατέβαινε απ’την Πάρνηθα, σημάδι της βροχής, σημάδι καταιγίδας. Και δεν άργησε!
 Η πρώτη σταγόνα έσκασε με πάταγο πάνω...........
στη σκουριασμένη λαμαρίνα, κι έκανε τόσο θόρυβο που τα πουλιά πέταξαν μακριά αλαφιασμένα. Τα μυρμήγκια παράτησαν τους σπόρους κι έτρεξαν στις φωλιές τους. Εξαφανισμένες από ώρα οι μέλισσες. Οι πασχαλίτσες κρύφτηκαν κάτω απ’τα φύλλα. Τα τζιτζίκια μάζεψαν βιαστικά τα μουσικά αναλόγια, μη και βραχούν οι νότες και σταμάτησαν το τραγούδι. Κι ύστερα άνοιξαν τα ουράνια. Η αστραπή σαν φλας αόρατου φωτογράφου έσκισε τον ουρανό, φώτισε την πλάση και η πρώτη βροντή έκανε τα τζάμια να τρίξουν.
Άχνισε το κατάξερο χώμα σαν το νερό που σιγοβράζει στη χόβολη.  Ανάσα για την ξεραμένη γη το πρωτοβρόχι.  Σα διψασμένο πουλάρι έπινε  λαίμαργα το νερό. Την περίμενε αυτή τη βροχή. Ήρθε σα λύτρωση. Τα λιοπύρια του καλοκαιριού το στράγγισαν μέχρι το μεδούλι. Έσκυψαν το κεφάλι οι κατιφέδες κι άφησαν τη βροχή να τους δροσίσει. Νεροφουσκάλες έπαιζαν με τα ξερά φύλλα σ’ένα ατέλειωτο πηγαινέλα. Γέμισαν οι νεροσυρμές θολό νερό και λάσπη.
Έβρεχε δυνατά αρκετή ώρα. Τα ‘κανε όλα άνω-κάτω. Κι ύστερα έφυγε, έτσι ξαφνικά όπως ήρθε. Πέρασε η μπόρα κι άφησε μια βροχή ξεθυμασμένη, σιγανή, παραπονιάρα. Κλειστός ουρανός, θολή ατμόσφαιρα, μονότονος ήχος  Πήρε ώρα, μα σιγά-σιγά ξεθύμανε, τα σύννεφα άρχισαν να ξεφτίζουν. Τα πήρε ο αέρας και τα σκόρπισε. Σαν να έλεγαν στον ήλιο " εμείς καθαρίσαμε, σειρά σου τώρα, κάνε παιχνίδι" Και εκείνος όλο χαρά πήρε χρώμα απ' την παλέτα του κι έβαψε τον ουρανό χρυσοκίτρινο την ώρα που έγερνε στη δύση.

 Μοσχοβόλησε το νοτισμένο χώμα. Πήρε να νυχτώνει. Το φεγγάρι έγινε κιόλας οκτώ ημερών. Έβαψε με ασημόχρωμα τα φύλλα των δέντρων και έκανε τις σταγόνες της βροχής να λαμπυρίζουν στο φως του, σα διαμαντάκια. Μια αίσθηση αλλιώτικη. Μια γαλήνη, μια διάθεση νοσταλγική, μια γλυκιά μελαγχολία,  Όχι για τον καιρό, ούτε για την βροχή, ούτε για το καλοκαίρι που έφτασε στο τέλος του, παρά για ένα ακόμα φθινόπωρο που μπαίνει στη ζωή μας.

Καλό βράδυ      Αννίκα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου