Εφτά του Νοέμβρη. Ένα μάτσο λευκά χρυσάνθεμα ξύπνησαν μνήμες, σαράντα χρόνων και, κι έβαλαν σημάδι την ψυχή
σαν ξεχασμένες φωτογραφίες που ζωντανεύουν όνειρα και εφιάλτες σε διαδρομές θαρρείς
μιας μόνο στιγμής που ξεκινά από μια σκέψη, ένα βλέμμα και καταλήγει στης ψυχής
τη γλυκόπικρη νοσταλγία για όσα έζησες. Βαριά φορτία οι θύμησες σαν παραμύθια
της πραγματικής ζωής, σαν κύματα που το 'να πίσω απ’ τ’ άλλο, βουβά σκάνε στην
καρίνα του πλοίου, στ’ ατέλειωτα ταξίδια. Τέτοιες στιγμές,
πριν η ομίχλη του μυαλού τις τυλίξει, μετράς τη ζωή αλλιώς κι αρχίζεις
καινούργια αφήγηση πιάνοντας την ιστορία απ’ την αρχή.
Όλη
η ζωή της, μια πρόκληση ήταν! Ονειροπόλα η Θεανώ κι ασυμβίβαστη, παρορμητική ή τάχα ήταν το ανήσυχο πνεύμα της
και η αγάπη της για τη θάλασσα που όσο πιο απειλητική, τόσο την έπιανε το
πείσμα. Το ‘νιωσε όταν για πρώτη φορά «έφαγε» την αρμύρα κατάμουτρα. Κι όταν αργότερα,
ο Κωσταντής, εκεί κατά το σούρουπο, φυσώντας τη μπουρού* σαν άλλος Τρίτωνας
ξεσήκωνε τα κύματα, ήξερε πως θα ακολουθούσε τα χνάρια του πατέρα σε ρότες άγνωστες.
Θυμάται και χαμογελά η Θεανώ! Μια δυο φορές έκανε προσπάθεια να φυσήξει, μα το μόνο που
κατάφερε ήταν να βγει αέρας, κάνοντας τον Κωσταντή να σκάει στα γέλια. Μ’ ένα
νεανικό ενθουσιασμό, έφυγε απ’ το νησί, αφήνοντας πίσω ένα μέρος απ’ την ψυχή
της. Μπορεί να πότισε το αλάτι τη σκέψη και το σώμα της, μα την έζησε τη
θάλασσα, μετάλαβε την αρμύρα της, σεργιάνισε τις μπουνάτσες της, αναμετρήθηκε
με το θυμό της κι όταν τα βράδια ησύχαζε η πλάση, αμέτρητες φορές αφουγκράστηκε
το παραμιλητό της. Παραμιλητό σαν μουσική που γαληνεύει.
Μόνη της ήταν πάντα η Θεανώ! Τις πιο πολλές
φορές ξεκομμένη απ’ την παρέα και τον έξω κόσμο, συντροφιά με τα βιβλία, τις
ιστορίες για τη θάλασσα τα σεληνόφωτα, τους θρύλους και τα παραμύθια. Έκανε
φύλλο και φτερό τον Καρκαβίτσα, τον Ιούλιο Βερν, κι ούτε θυμάται πόσες φορές
διάβασε τον Χεμινγουέϊ «ο γέρος και η θάλασσα» Κάθε φορά άνοιγε πανιά και ταξίδευε με το βλέμμα και τον
νου, να φτάσει εκεί που θάλασσα κι ουρανός γίνονταν ένα.
Πίστευε
πως σαν βρεθείς μόνος με τον εαυτό σου ανακαλύπτεις τι πραγματικά αποζητάς και
τι μπορείς να καταφέρεις. Μισό ψέμα, μισή αλήθεια. Διέξοδο στις σκέψεις της έψαχνε,
ίσως και ελευθερία. Όχι πως δεν είχε.
Ήταν από καλής γενιάς νησιώτικη οικογένεια. Πρόσφυγες
Μικρασιάτες οι παππούδες, άνθρωποι του πνεύματος απ’ τη μεριά της μάνας της και
από οικογένεια με ναυτική παράδοση, κοντά δύο αιώνων ο πάππος κι ο προπάππος,
απ’ τη μεριά του πατέρα της. Κι ο πατέρας, ο καπετάν Διαμαντής με τ’ όνομα, δυνατός
σα βράχος, με δίκαιη κρίση, άξιος σεβασμού στο νησί. Θεριό μονάχο, όργωνε τις
θάλασσες, απ’ τα λιμάνια της Οδησσού και τις εκβολές του Δούναβη, ως την
Αδριατική, τη Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Γεμάτα τα αμπάρια του σταφίδα
Κορινθιακή, μαστίχα Χιώτικη, λάδι, καφές, μπαχαρικά κι ότι άλλο απαιτούσε το
μπάρκο. Μα σαν το καράβι έμπαινε στο καρνάγιο για καλαφάτισμα και γύριζε στο
σπίτι, έλιωνε σαν βούτυρο η καρδιά του. Κι αν λόγω της απουσίας του ξέφευγε
λίγο το τιμόνι του σπιτιού του, πάντα με χαμόγελο και καλοσύνη έβαζε τα
πράγματα στη θέση τους. Γιους δεν απόχτησε, μονάχα θυγατέρες τρεις και στα πίσω
του μυαλού του έβαζε στη θέση του την πρωτοκόρη του, τη Θεανώ, παρά τις
αντιρρήσεις της αρχόντισσας. «Δεν είναι δουλειά αυτή για γυναίκα» έλεγε,
υπολογίζοντας και τη συντηρητική κοινωνία. Ο καπετάνιος όμως την καμάρωνε για
τον τσαγανό της. Την έβλεπε κιόλας στο βιράρισμα* να φωνάζει, «Άιντε Κωσταντή,
βίρα την άγκυρα, λάσκα τις μαΐστρες*, λύστε μωρέ τις πρυμάτσες, άιντε παλληκάρια
να σκουλάρουμε* τον κάβο» Κι ο Κωσταντής ο γεμιτζής* από τη Λέσβο, να καμαρώνει
την καπετάνισσα και να τσακίζεται σε κάθε της διάτα.
Την
αγαπούσε τη θάλασσα! Την έβλεπε ν’ απλώνεται απ’ το παράθυρο της κάμαρής της,
ως τα ουρανοθέμελα, πότε αρυτίδωτη, στρωτή και γαλήνια, ν΄ αποκοιμιέται στα
γαλαζοπράσινα μεταξωτά σεντόνια της και πότε οργισμένη να ξερνάει αφρούς στ’
ακρογιάλι, να κάνει τους ψαράδες να σταυροκοπιούνται και τις ψαρόβαρκες να
χορεύουν μπάλο. Αυτή η θάλασσα τραβούσε σαν χοάνη την ψυχή της με το όνειρο να φτάσει ως την άκρη της, να ανακαλύψει
τι υπάρχει, κι ας ήξερε καλά τους κινδύνους. «Δε φτάνει να την αγαπάς, πρέπει
και να τη σέβεσαι» της έλεγε ο καπετάνιος. «Μα, να μην την εμπιστεύεσαι. Μη σε
πλανεύει με υποσχέσεις για όμορφα ταξίδια! Εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει
δόντια».
Σάμπως
δεν το ‘ξερε! Παιδάκι ήταν, ούτε δώδεκα, όταν την πήρε ο καπετάνιος σ΄ ένα
ταξίδι κοντινό. Πως να ξεχάσει εκείνο το φεγγάρι, όμοιο μαργαριτάρι που
ξεκόλλησε απ’ το βυθό παίρνοντας θέση στο στερέωμα, ρίχνοντας όλο το ασήμι στις
νερένιες στράτες. Πως να ξεχάσει τα αντιφεγγίσματα, μικρές φωτίτσες σαν πυροφάνια
που παιχνίδιζαν με το νερό. «Είναι οι ψυχές των ναυτικών που χάθηκαν» της έλεγε
ο πατέρας. «Τις νύχτες με φεγγάρι ακούς τα ψιθυρίσματα ή λόγια ακατάληπτα κι
είναι φορές που τα μπερδεύεις με τον άνεμο κι ακούς βουβό το κλάμα. Λέξη δεν
πρέπει να βγάλεις απ’ το στόμα. Μόνο σιωπή, κλείσε τα μάτια ώσπου να
προσπεράσεις»
Δεν
την τρόμαζε το άγνωστο, αντίθετα η αναζήτηση τη γοήτευε. Μάθαινε απ’ το ρίσκο!
Έζησε μια καταιγίδα μεσοπέλαγα, όταν ένα ανεμοσούρι* σήκωσε ξαφνικά βουνά τα
κύματα και το καράβι άρχισε να μποτζάρει* ανεβοκατεβαίνοντας σαν τρενάκι του λούνα-πάρκ.
Έτριζαν οι αρμοί του «Ταξιάρχη» κι ας ήταν γερό σκαρί, μα αν δεν έβαζε ο
Αρχάγγελος το χέρι του, σίγουρα πήγαιναν για φούντο. Η αντάρα δεν αστειεύονταν.
Ο καπετάνιος κρατώντας γερά το δοιάκι* πήρε ανάστροφη* και το ‘φερε απάνεμα, ώσπου
κόπασε η μάνητα και στην πλώρη φύσαγε σιγανός ο άνεμος, σαν μαΐστρος.
Σε κάθε επιστροφή του, πετάριζε η καρδιά της
να την πάρει μαζί του. «Δεν είναι ακόμα η ώρα» της έλεγε ο καπετάνιος, καθώς
την αποχαιρετούσε.
Στο σχολείο ζωγράφιζε τον κόσμο με χρώματα.
Ανυπομονούσε να φτάσει στην έκτη τάξη, όχι τόσο για τη γνώση, όσο γιατί η
αίθουσα ήταν ψηλά κι απ’ τα παράθυρα μπορούσε ν’ αγναντεύει τη θάλασσα. Ένας παγκόσμιος
χάρτης ήταν το μόνιμο σεργιάνισμα στους μεγάλους ωκεανούς. Θα περνούσε όμως
καιρός για να ταξιδέψει μέχρις εκεί. Θα περνούσε καιρός για να ανακαλύψει πως
πουθενά δεν υπάρχει παράδεισος. Όμορφοι τόποι μόνο, μα πίσω απ’ τον καθρέφτη, μασκαρεμένη
κόλαση. Παντού πόνος, φτώχεια, παντού εκμετάλλευση και παιδιά με τρομαγμένα
πρόσωπα και θλιμμένα μάτια. Οι καημοί των ανθρώπων παντού ίδιοι, τελειωμό δεν
έχουν. Δεν ήταν πολύχρωμος πια ο κόσμος, παρά μόνο γκρίζος και σκοτεινός. Τελείωσε το Γυμνάσιο και έδωσε εξετάσεις στην
Ακαδημία Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού. Αποφοίτησε με άριστα ως ανθυποπλοίαρχος
και μια υποτροφία στο εξωτερικό της έδωσε την ευκαιρία της εκπαίδευσης του
μπάρκου σε ποντοπόρα πλοία. Η αρχόντισσα βλέποντας πως μοίρα της ήταν η θάλασσα
και επιθυμία να ανοίξει καινούργιους ορίζοντες, της χάρισε μια ασημένια εικόνα
του Αρχάγγελου κι ευχήθηκε να ‘ναι καλόστρωτες οι ρότες σε γαλήνιες
θάλασσες!
Τα πρώτα χρόνια ήταν καλά. Μετά την έπνιξε η
νοσταλγία για το φως του Αιγαίου, το μπλε σμαραγδί της θάλασσας, το γαλάζιο τ’
ουρανού, τα λιοπερίβολα, τα γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια! Σφιγγόταν το στομάχι της,
σαν τα ‘φερνε στο νου της! Όσο καλά κι αν είναι εκεί έξω, πατρίδα είναι εκεί
που φτερουγίζει η καρδιά σου, εκεί που δακρύζουν τα μάτια με κάθε ανάμνηση.
Ανυπομονούσε για το πρώτο της ταξίδι. Γνώριμα
ήταν όλα κι όμως έτρεμαν τα πόδια της την ώρα που μπήκε στη λάντζα* να τη
μεταφέρει μέχρι την αναβάθρα.* Μα σαν πάτησε το πόδι της στο κατάστρωμα την
έπιασε δέος! Μια πλωτή πολιτεία με έναν άλλο κόσμο
εκεί πάνω, έναν κόσμο χωρίς χρώμα, θρησκείες και εθνικότητες που παλεύει,
αγωνιά, ονειρεύεται, νοσταλγεί, ψάχνει το λιμάνι του. Θαρρείς όλο το χθες την
καλούσε. Άφησε το παρελθόν πίσω κι έβαλε το παρόν σε άλλες διαστάσεις,
χαράζοντας καινούργιους χάρτες. Ήταν μέρες με αβάσταχτη μοναξιά κι άλλες που
στο σύθαμπο της μέρας αφήνονταν ν’ ακούσει το τραγούδι των σειρήνων, αγνάντευε
την ομορφιά μέχρι το ξημέρωμα χτίζοντας την μέσα της γαλήνη.
Οι σχέσεις της με τους ανθρώπους που πέρναγε
χρόνο μαζί τους, ήταν σαν το πλεκτό με τις βελονιές, τόσο κοντά ώστε να μην
μπορεί να τις ξηλώσει η πρώτη φουρτούνα. Έτσι της έμαθε ο πατέρας. Τελικά, όλα
τα συνηθίζει ο άνθρωπος με τον καιρό.
Το πρώτο φτεροκόπημα στο στήθος το ένιωσε ένα
βράδυ, περασμένες έντεκα, γυρίζοντας από Περσικό με το Nautilus. Τα νέα του θανάτου του
καπετάν-Διαμαντή τη βρήκαν μεσοπέλαγα. Όρθια στο κάσσαρο* με μάτια κατακόκκινα
και μάγουλα φλογισμένα που δεν έφτανε ο Μαΐστρος να δροσίσει, άφησε το βλέμμα
της να ξεμακρύνει, εκεί που δεν ξεχώριζες όρια.
Ο Ανδρέας, ο Υποπλοίαρχος, στάθηκε δίπλα της,
άπλωσε το χέρι του και κράτησε απαλά το δικό της που έσφιγγε την κουπαστή, τόσο,
που είχε ασπρίσει. Μπορούσε να καταλάβει τον πόνο της. «Πριν ένα χρόνο έχασα τη
μάνα μου, εκείνη τη μέρα ταξίδευα για Σιγκαπούρη» της είπε και την κοίταξε με
ένα βλέμμα καθαρό, σαν μικρού παιδιού. Ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα τρυφερό, δυο
λόγια παρηγοριάς που μοιράζονται τον πόνο, άνοιξαν καινούργια σελίδα στο
σημειωματάριο της καρδιάς της. Έκλαψε στην ασφάλεια της αγκαλιάς του. Έκλαψε
για την απώλεια του πατέρα, για τη μοναξιά της, αλλά και γι αυτό το ξεχείλισμα
τρυφερότητας. Η αγάπη έρχεται σιγά-σιγά, με δάκρυα κάποιες φορές. Δεν ρώτησε
καν αν ήταν έτσι, μόνο αφέθηκε, σαν να ‘πιασε ξαφνικά πουνέντες.* Απ’ την
κουβέρτα ακούγονταν γλυκός, σχεδόν θλιμμένος ο ήχος μιας φυσαρμόνικας κι η
αγκαλιά του Ανδρέα ήταν ζεστή. Ο χτύπος της καρδιάς της σιγά-σιγά γαλήνεψε. Πόση
ώρα έμεινε έτσι, ούτε κατάλαβε, ώσπου άρχισε να φυσά ένα αποβόρι.* Κοίταξε με
αγωνία το ρολόι της. Ήταν περασμένες δύο. Σε λιγότερο από μια ώρα αναλάμβανε
σκάντζα βάρδια. Ο Ανδρέας σήκωσε μια τούφα απ’ τα μαλλιά της που είχε ξεφύγει
απ’ τον αυστηρά επιμελημένο κότσο. «Ξεκουράσου!» της είπε, «θα φροντίσω εγώ για
τη βάρδια». Ο ουρανός ήταν άφεγγος και κάπου μακριά στη λάμψη μιας σύντομης αστραπής,
το βλέμμα της καρφώθηκε σε μια μαύρη κουκίδα. Την είδε να παίρνει πραγματικές
διαστάσεις. Θα ‘παιρνε όρκο πως ήταν φεγγόβολος ο «Ταξιάρχης», με όλο του το
πλήρωμα!
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ηλιόλουστες, σαν
την αγάπη! Είχε πάντα αραξοβόλι τον Ανδρέα. Από κείνο το βράδυ δεν χώρισαν ποτέ.
Παντρεύτηκαν στο τέλος του χειμώνα, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην
ελληνορθόδοξη κοινότητα του Βανκούβερ. Ήταν Σάββατο πρωί του Μάρτη και τη
Δευτέρα πέταξε τα νυφιάτικα και μπάρκαραν για το Μπουένος Άιρες, μ’ ένα φορτηγό
πλοίο εξήντα χιλιάδων τόνων.
Το Φθινόπωρο
εκείνης της χρονιάς, θυμάται, τους βρήκε στη Μασσαλία. Το ταξίδι ήταν μακρύ και
λογάριαζε πως ήταν το τελευταίο. Εξάλλου είχε έναν επιπλέον λόγο να ρίξει
άγκυρα.
Μετρούσαν
τις μέρες, τις νύχτες και τις ώρες για την επιστροφή στην πατρίδα. Την
τελευταία βδομάδα πριν την αναχώρηση, ήρθε το μήνυμα στο κινητό. Ήταν απ’ την
Ιωάννα, την αδελφή της! Τα νέα ήταν δυσάρεστα για την αρχόντισσα. Δέκα λέξεις
όλες κι όλες, μα έφτασαν να φαρμακώσουν την ψυχή της.
«φτάνει (σ) το τέλος του μήνα. Δεν υπάρχει πια
χρόνος. Πρέπει να βιαστείς»
Έτσι
επισπεύσθηκε η αναχώρηση. Έλειπαν χρόνια! Ο Ανδρέας έμεινε να δει τους δικούς του και να φροντίσει για το επόμενο ταξίδι του. Εκείνη κατέβηκε στον Πειραιά και πήρε
το πρώτο καράβι. Όταν ο ήλιος φώτισε το νησί ορκίζεται πως δεν ξανάδε πιο
όμορφο μέρος. Η προβλήτα με τα δεκάδες δεμένα ιστιοφόρα, τα παλιά κτήρια κατά
μήκος της παραλίας, ο τρούλος της Αγίας Κυριακής, τα λιθόστρωτα δρομάκια που
χάνονταν στη χώρα. Έτσι φαντάζει η πατρίδα, στα μάτια των
ξενιτεμένων. Όμως τίποτα δεν ήταν ίδιο, εκτός απ’ τη θάλασσα, τους βράχους και κάτι
γερασμένους γλάρους που τσαλαβουτούσαν στα γκρίζα νερά.
Το
παλιό αρχοντικό, μια ξεθωριασμένη ζωγραφιά, στους πρόποδες του δασωμένου λόφου,
με εμφανή τα σημάδια περασμένου μεγαλείου. Αφρόντιστος ο κήπος. Στο πλακόστρωτο
της αυλής ο φθινοπωρινός αέρας σάρωνε τα ξερά φύλλα. Μόνη η αρχόντισσα με την
Ελισσώ, που τη φρόντιζε σα να ‘ταν μάνα της κι ας ήθελε κι εκείνη πια φροντίδα. Από ξεκληρισμένη Μικρασιάτικη οικογένεια, η Ελισσώ, μικρό
κορίτσι δέκα χρονών, κατόρθωσε να γλιτώσει απ’ τη φωτιά και το μαχαίρι και
βρέθηκε μαζί με άλλους, ούτε θυμάται πως, σε μια βάρκα να περάσει απέναντι. Ένα
φτηνό τσίτι με ένα σταυρό και μια φωτογραφία της μάνας της, ραμμένα στον
ποδόγυρο, όλη της η περιουσία.
Χαμένη
τη βρήκε ο καπετάν-Γιάννης ανάμεσα από κοφίνια, μπόγους, κοσμοσυρροή που
πήγαινε κι έρχονταν στο λιμάνι. Χαμένοι κι αυτοί. Ρώτησε αν είναι κανενός κι
όταν δεν πήρε απάντηση την έφερε στ’ αρχοντικό κι η κυρά Θεανώ, η γυναίκα του,
τη μεγάλωσε, μαζί με τη Μαρκέλλα, σαν κόρη της. Κι όταν εκείνη παντρεύτηκε τον
καπετάν-Διαμαντή, η Ελισσώ ζήτησε να πάει μαζί της. Μεγάλωσε τα κορίτσια, σα να
ήταν δικά της. Αεικίνητη ως τα τώρα, δεν βαρυγκώμησε ποτέ, ούτε μιλούσε ποτέ
για τα δικά της βάσανα. Άφησε πίσω τα σημάδια του χρόνου και το μόνο που
θυμόταν ήταν η Τάντα, μια κούκλα πάνινη που πιότερο έμοιαζε με σκιάχτρο, όμως
την αγαπούσε σαν να ήταν η μικρή της αδερφή. Τώρα οι ρυτίδες του προσώπου κι
ένα κύρτωμα στη ράχη, πρόδιδαν τις αντοχές της. Στο μικρό σπιτάκι της αυλής,
μοναδική της συντροφιά ο Ραμπίτο, ένας Γερμανικός Ποιμενικός, γεράκος πια κι
αυτός, πρόθυμος όμως να ριχτεί στη μάχη για τις δυο γυναίκες. Τα
κορίτσια έκαναν οικογένειες, η Ιωάννα στη Σύρο, η μικρότερη η Σοφία, στην
Αθήνα, όταν πήγε για σπουδές. Στα χρόνια που πέρασαν οι υποχρεώσεις δεν τους
επέτρεπαν τις τακτικές επισκέψεις στο νησί. Χριστούγεννα ή Πάσχα και λίγες
μέρες τον Δεκαπενταύγουστο. Και καθώς οι μέρες περνούσαν γρήγορα, το αρχοντικό
βυθιζόταν πάλι στη σιωπή.
Έσπρωξε
την πόρτα της αυλής και ένοιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Η Ελισσώ με
δυσκολία κατέβηκε τη σκάλα για να ανοίξει. Οι δυο γυναίκες χάθηκαν σε επιφωνήματα χαράς και αγκαλιές ζεστές και
παρήγορες. «Πως είναι;» τη ρώτησε με αγωνία. «Βάρυνε από χθες, δεν θα αντέξει
πολύ ακόμα, ο γιατρός είπε μπορεί να καβατζάρει το μήνα, μα όχι για πολύ» της
είπε με ραγισμένη τη φωνή της. Πως έτρεμαν τα πόδια της καθώς ανέβαινε τη
σκάλα! Τεράστιο της φάνηκε το σπίτι. Άδειο!
Στο δωμάτιο
έφεγγε μόνο το φως του καντηλιού! Είχε ποτίσει με την μυρωδιά των γηρατειών της,
παρόλο που η Ελισσώ έκανε ότι μπορούσε για να το διατηρεί καθαρό και συμμαζωμένο.
Δίπλα της το κομοδίνο γεμάτο φάρμακα και ένα πι στήριζε το λιγοστό βάρος της
για την καθιερωμένη «βόλτα» μέχρι το παράθυρο, συνήθεια από παλιά, όταν με
αγωνία περίμενε μέχρι να δει το άρμπουρο* του «Ταξιάρχη», με όλα του τα πανιά,
λες κι αρμένιζε ανάερα, να μπαίνει στο λιμάνι. Και ησύχαζε όταν είχε πια
γιαλώσει* και έδενε στο ντόκο.*
Περασμένες
έξι το απόγευμα και ήταν ξαπλωμένη στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Γύρισε το κεφάλι
της αργά προς το μέρος της, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία που βάθαινε τις ρωγμές
στο άλλοτε όμορφο πρόσωπό της. Ένα βλέμμα θλιμμένο, άδειο σχεδόν, που την έκανε
να πονάει. Ύστερα την αγνόησε, έγειρε στο πλάι και βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο ήρεμο.
Λιγοψύχησε κι άφησε ένα δάκρυ να τρέξει απ’ τα μάτια! Έσυρε αργά το βήμα της
προς το παράθυρο αφήνοντας την κουρτίνα στη θαλασσινή αύρα και τις αντανακλάσεις
του δρόμου να περάσουν στο δωμάτιο. Νοέμβρης στην αρχή του και ο καιρός ήταν
ακόμα αρκετά ζεστός. Αφέθηκε για λίγο, ξεστράτισε ο νους και σαν ριπή πέρασαν
οι αναμνήσεις ολοζώντανες. Ένα φεγγάρι ολόγιομο τα βράδια που οι παρέες μια
αγκαλιά κάτω από μια θάλασσα αστέρια σκόρπιζαν στον άνεμο δυο φάλτσες νότες. Μέσα
από τόση ομορφιά αισθάνθηκε μια γαλήνη. Ένιωσε τύψεις!
Τη
σκέψη της διέκοψε η Ελισσώ που μπήκε στο δωμάτιο. «Τηλεφώνησε ο Ανδρέας, αύριο
με το πρώτο καράβι θα είναι εδώ. Το απόγευμα θα έρθουν και τα κορίτσια» Κάθισε
δίπλα της κρατώντας της το χέρι. «Όλα θα πάνε καλά κοκόνα μου!» της είπε και
τις χάιδεψε τα μαλλιά, όπως τότε που ήταν παιδούλα. Το φεγγάρι γλίστρησε μέσα
απ’ τις γρίλιες κι έκανε το πρόσωπο της αρχόντισσας ακόμα πιο χλωμό. Κοιμόταν
ήσυχα! Έτσι ξημέρωσαν! Την ξύπνησαν τα κορναρίσματα απ’ τα αυτοκίνητα, σημάδι
πως ήρθε το καράβι. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο και έφτιαξε με τα δάχτυλα τα
μαλλιά της.
Ο
Ανδρέας ανέβαινε τη σκάλα σχεδόν τρέχοντας, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο
πρόσωπο. Την έσφιξε στην αγκαλιά του!
Απ’
την κουζίνα ήρθε η μυρωδιά του καφέ και του φρυγανισμένου ψωμιού. Στο τραπέζι
μια πιατέλα λουκουμάδες περίμεναν υπομονετικά το σιρόπι που σιγόβραζε στην
κατσαρόλα με ξύλο κανέλας και μια φέτα λεμόνι.
Οχτώ
του Νοέμβρη! Των Αρχαγγέλων! Μεγάλη μέρα για το αρχοντικό! Συνήθεια παλιά να
φτιάχνει λουκουμάδες η Ελισσώ, να γλυκαθούν οι Αρχάγγελοι, να προστατεύουν τον
«Ταξιάρχη» Αργά το απόγευμα το σπίτι γέμισε με τις γλυκές φωνές των κοριτσιών, όπως
παλιά! Η μέρα έφευγε, μάκραιναν των βουνών οι ίσκιοι πάνω απ’ τα σπίτια. Είχαν
μαζευτεί όλοι στο δωμάτιο της αρχόντισσας! Η Όστρια έφερνε απ’ το ανοιχτό
παράθυρο τις μυρωδιές της θάλασσας.
Η
δαντελένια κουρτίνα φούσκωσε σαν το πανί του «Ταξιάρχη», μετακινήθηκαν οι σκιές
στους τοίχους. «Μπα! Σε καλό μας, σαν να σκοτείνιασε νωρίς….» είπε η Ελισσώ και
σταυροκοπήθηκε! Η βαριά ανάσα της ακούστηκε σαν ρόγχος. Το βλέμμα της σταμάτησε
στον τοίχο απέναντι. Ψηλά ο Εσταυρωμένος, κάτω οι Αρχάγγελοι κι ο Άι-Νικόλας,
και κάτω απ’ τις εικόνες σε χρυσή κορνίζα ο «Ταξιάρχης» αρόδο*, έτοιμος για
αναχώρηση. Ένα αχνό χαμόγελο ζωήρεψε για λίγο το βλέμμα της. Ή έτσι τους
φάνηκε. Κοίταξε όλους, έναν, έναν, κι ύστερα, με κάποια προσπάθεια, έβαλε το
χέρι στο στήθος, σαν ένα ευχαριστώ, σαν αποχαιρετισμό, έγειρε στο πλάι κι ήταν
σαν να αποκοιμήθηκε!
Έφυγε
ήσυχα, με ένα ματσάκι λευκά χρυσάνθεμα και την ψυχή καβάλα στα φτερά των γλάρων
ως το καράβι που αρμένιζε μεσοπέλαγα με όλα τα πανιά όρτσα.* Ένα φεγγάρι
ολόγιομο, ξεκρέμαστο σχεδόν, τη συνόδευε και γλύκανε τη ρότα της!
Μετά
την εξόδιο ακολουθία η Ελισσώ έστρωσε τραπέζι. Έβαλε το ασπροκέντητο
τραπεζομάντηλο, προίκα της μακαρίτισσας, το καλό κρυστάλλινο σερβίτσιο, τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα, λες κι
είχανε γιορτή. Κανείς δεν έκλαψε! Δεν της ταίριαζαν δάκρυα της αρχόντισσας! Μόνο
η Ελισσώ, όσο ήταν στην κουζίνα κι είπε πως τάχα ήταν το κρεμμύδι απ’ τα
γιαπράκια. Σήκωσαν τα ποτήρια στη μνήμη της. «Ψυχές καθαρές δεν χάνονται ποτέ!»
είπε η Θεανώ!
Έξω
στο λιακωτό η φύση ησύχαζε! Εκεί στο σύθαμπο σημάδεψε με το βλέμμα τον ορίζοντα
κι αφέθηκε να αναπολεί στιγμές απ’ τον «Ταξιάρχη» τότε που το φεγγάρι σκόρπιζε
μια χούφτα ασήμι στη θάλασσα. Στο βάθος άστραψε για λίγο ένα φως, σαν φάρος.
Χαμογέλασε η Θεανώ! Ο Ανδρέας ήρθε κοντά της. «Έτσι απλά φεύγουν εκείνοι που
αγαπήσαμε, μα εδώ μένουν για πάντα!», είπε! Και έδειξε το μέρος της καρδιάς!
Σαράντα χρόνια μετά ακοίμητες
οι μνήμες γαλήνεψαν την ψυχή της! Στο τραπέζι ένα μάτσο άσπρα χρυσάνθεμα. Σηκώθηκε
να ανάψει το καντήλι. Έβαλε δυο σπυριά λιβάνι για τις ψυχές, κι ετοίμασε το κόλλυβο
όπως της έμαθε η Ελισσώ. Ύστερα έβαλε το αλεύρι, τη μαγιά και το μέλι, να γίνει
ο χυλός για τους λουκουμάδες. Στο μεσημεριανό τραπέζι θα είχε τους τρεις
αγαπημένους της, το γιό της Διαμαντή, υποπλοίαρχο στο Άκτωρ ΙΙ, τη νύφη της Σόνια
και το μικρό Ανδρέα, τον εγγονό της!
Αννίκας...δια χειρός
Αναβάθρα=
ανεμόσκαλα
Ανάστροφη=
αλλαγή πορείας με την πλώρη στον άνεμο
Ανεμοσούρι=
δυνατος άνεμος με βοή
Αντάρα=μεγαλη
κακοκαιρία
Αποβόρι=
ασθενής βόρειος άνεμος
Άρμπουρο=τα
κατάρτια του πλοίου
Αρόδο=
μακριά απ’ την ακτή, σε αναμονή
Βιράρω=
σηκώνω άγκυρα
Γεμιτζής=
ο πιο παλιός και έμπειρος ναύτης
Γιαλώνω=πλησιάζω
στη στεριά
Δοιάκι=
τιμόνι
Κάσσαρο=
υπερυψωμένη γέφυρα στην πρύμνη
Λάντζα=
μικρό σκάφος για τη μεταφορά μέχρι το πλοίο
Μαΐστρα=
τριγωνικό πανί
Μάϊνα=
πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε
Μποτζάρισμα=
οι κλίσεις που παίρνει το σκάφος δεξιά ή αριστερά στη διάρκεια του πλου
Μπουρού=
μεγάλο κοχύλι (προστατευόμενο είδος υπό εξαφάνιση)
Ντόκος=
μέρος που δένουν τα πλοία στο λιμάνι
Ξεμποτσάρω=αφήνω
ελεύθερο το πανί, χαλαρώνω
Όρτσα=κόντρα
στη φορά του ανέμου
Όστρια=
νότιος άνεμος
Πρυμάτσες=
σχοινιά της πρύμνης
Σκουλάρω=
παίρνω στροφή να περάσω το ακρωτήρι
Φλάμπουρο=
σημαία που χρησιμοποιούν τα σκάφη
Ήταν
η συμμετοχή μου στο Μια ιδέα-Μια έμπνευση του τρίτου κύκλου που διοργανώνει ο
φίλος Γιάννης, εμπνευστής και συντονιστής του δρώμενου με κεντρική ιδέα πλοκής:
<<Ο θόρυβος
των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε
ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά της. Στα δεξιά ο
μεγάλος λιμενοβραχίονας οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά
δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο ο
άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα.
Η καλοκαιρινή
ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί της. Άπλωσε το
βλέμμα της σε όλο το μήκος του λιμανιου. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν
ζωγραφισμένο στα μάτια της.
Λίγα
μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την
αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και
διάβασε προσεκτικά:
«φτάνει
στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος»
Πήρε
μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε
το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις
έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του
νησιού>>
Η φωτογραφία και οι αναφορές ναυτικής ορολογίας είναι από το διαδίκτυο.