Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Φθινόπωρο

 


Πόσο γρήγορα περνά ο καιρός!

Το καλοκαίρι ποτισμένο με ιδρώτα και θάλασσα,

έγινε κιόλας ανάμνηση.

Κλείσαμε την αίσθηση της αλμύρας

στο ντουλάπι του χρόνου, ως το επόμενο.

Σιγά σιγά όλα αλλάζουν.


 Χθες μια βροχή ψιλή γλυκοτραγούδαγε

όλη νύχτα πάνω στη στέγη.

Βροχή σιγανή που αποκοιμίζει τις έγνοιες.

Σαν μέσα σ’ όνειρο την άκουσα.

Πως γαληνεύει η ψυχή με το τραγούδι της!

Πως ημερώνει του νου η αντάρα!


Το πρωί έλαμπε ο τόπος.

Η αυλή μύριζε βρεγμένο χώμα.

Οι σταγόνες της πρωινής δροσιάς

έλαμπαν πάνω στα φύλλα

με χίλιους δυο ιριδισμούς.

Μια ριπή αέρα έφερε στο τζάμι ένα κιτρινισμένο φύλλο.

 Ύστερα χορεύοντας αφέθηκε στον άνεμο.


Μέσα απ’ το θολό γυαλί, πίσω απ’ τα χνώτα

ζωγράφιζες κάποτε καρδούλες με το δάχτυλο.

Θυμάσαι!

Τώρα γράφεις ονόματα απόντων.

Φθινόπωρο ήταν κι έβρεχε.

Χρειάζεσαι, μήπως, ένα Φθινόπωρο

για να τους θυμάσαι;

Πάντα θα υπάρχουν στην καρδιά

έστω και σ’ ένα δικό τους σύμπαν.


 Επτά το απόγευμα,

την ώρα που ο ήλιος καθρεφτίζεται

για τελευταία φορά στο τζάμι,

η δύση ντύνεται στα κόκκινα και στα μαβιά.

Αργά τη νύχτα ένα φεγγάρι ολόγιομο,

κρέμεται στις σκεπές

σκορπίζοντας μια χούφτα ασήμι στον κήπο.


 Οκτώβρης Έβαλε ψύχρα!

 Καιρός να βρούμε τα σημάδια τα δικά μας.

Το πρωί θ’ απλώσουμε τα όνειρα στον ήλιο

να στεγνώσουν.

 



 Η συμμετοχή μου στο δρώμενο της Αριστέας « Ένα ποίημα για το Φθινόπωρο»


Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

Ζωγραφικές αποτυπώσεις

Κάποιες φορές έχουμε κάτι ιδέες! Ήταν στα μέσα του Ιούλη και το χώμα άχνιζε από μια πρόσκαιρη ψιλή βροχή. Η ζέστη και η υγρασία έκαναν το απόγευμα πνιγηρό. Έψαχνα να βρω κάτι να ¨σκοτώσω¨ την ώρα μου. Για διάβασμα ούτε συζήτηση. Αφ’ ενός εκείνος ο καταρράκτης (που όλο λέω θα το προγραμματίσω από Δευτέρα, κι από Δευτέρα σε Δευτέρα θα φτάσουμε στην Καθαρή, ίσως και στη Μεγάλη) και αφετέρου η ελλειμματική προσοχή και η απουσία ενδιαφέροντος για κάθε δημιουργία. 

Αποφάσισα να ανοίξω τον υπολογιστή. Η ¨φλασιά¨ ήρθε χαζεύοντας το Pinterest. Σε κάποιες φωτογραφίες, για να ακριβολογώ πίνακες ζωγραφικής, κοντοστάθηκα. Τις αποθήκευσα για ώρα ανάγκης και μετά σκέφτηκα, χμ….γιατί όχι! 



Το δύσκολο είναι να κάνεις την αρχή. Ωστόσο κάποιες ιδέες σε κάνουν να αφήσεις τον καναπέ και με όποιο αποτέλεσμα, για λίγο…ή πολύ να αλλάξεις την καθημερινότητα. 


Έτσι ξεκίνησα έχοντας κατά νου πως ¨τρώγοντας έρχεται η όρεξη¨ Τα ακρυλικά χρώματα, τα πινέλα και συναφή  σε συνδυασμό με τη ζέστη και τον ιδρώτα, ήταν απελπισία. Αναζήτησα τα μολύβια μου. Δεν ζωγραφίζω συχνά, παρόλο που αγαπώ ιδιαίτερα τη ζωγραφική.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

Καράβια που όλο ξεμακραίνουν, οι μνήμες.

 



Κάποτε....

Όταν ο ήλιος  έβαφε τις ακτές, τις λευκοφορεμένες,

λαμπύριζαν δεκάδες αποχρώσεις στα νερά.

Διάφανη, ακριβή δαντέλα, θαρρείς, τα κρόσσια απ’ τα κύματα.

Παράταιρες φωνές γέμιζε η παραλία.

Κι ανάμεσά τους γλάροι γυρόφερναν, φτεροκοπώντας,

δίπλα σ’ ένα σκαρί, κουφάρι πια, που σάπιζε στην άμμο.

Του δειλινού αραχνούφαντες οι αποχρώσεις.




Κι ο μπάτης, ξέπνοο γλυκό αεράκι,

έμοιαζε με τραγούδι ερωτικό.

Στην απλωσιά της νύχτα, ανάσα έψαχνε η μέρα.

     

Κάποτε

    Γεμάτη απ’ της θάλασσας το μπλε η ματιά.

Κοχύλια που τα ξέβρασε το κύμα,

γιρλάντα, κρεμασμένη στο λαιμό.

Στη χάρισα! 

¨Θα την κρατήσω, μου είπες, να θυμάμαι¨

¨Θα ‘ρθω ξανά το άλλο καλοκαίρι¨

¨Θα περιμένω¨ φώναξα, καθώς ξεμάκρυνες.

Ποτέ δεν ήρθες.

Χρόνια έμεινα, ξέμπαρκη στο ακροθαλάσσι της αναμονής.

Ελπίδα μάταιη, δίχως μια λέξη.

Τα χρόνια πέρασαν. Κι ούτε θυμάμαι τι χρώμα είχαν τα μάτια σου.

Ξεχαστήκαμε.

Οι αναμνήσεις έπαψαν πια να πληγώνουν.


Κάποτε ….

Οι θύμησες στριμώχνονται στου Βορρά τα καλοκαίρια.

Στις γαλήνιες βουνοκορφές

και τις σιωπές στ’ άσπρα ξωκλήσια.

Στις αναλαμπές απ’ τις φωτιές τ’ Αι-Γιαννιού του Κλείδωνα,

στη μυρωδιά απ’ το θυμάρι στ’ Αι-Λιά το πανηγύρι.

Στις ρεματιές κάτω απ’ τα βαθύσκιωτα πλατάνια.

τις όχθες με τις λυγαριές.

Στα σταροχώραφα αγκαλιά με ένα δρεπάνι

και την καυτή του κάμπου την ανάσα.

   

Ο ήλιος, μια φωτιά  τα μεσημέρια,

κι όταν οι νύχτες δεν είχαν φως

μαζεύαμε πυγολαμπίδες.

Δρόμοι χωμάτινοι κι αυλές ασβεστωμένες

και γλάστρες με βασιλικό, αροσμαρί  και δυόσμο

τότε που το πατρικό μας, πριν ερημώσει ακόμη, είχε ένα φως.

Στο λιόγερμα, μια κρύα βυσσινάδα μας δρόσιζε,

ώσπου να ¨δέσει¨ η μάνα το γλυκό, βύσσινο ή σταφύλι.


Σημαδιακές οι Κυριακές.

 γιορταστικά χτυπούσαν οι καμπάνες.

 Άγιο Καλοκαίρι!

Μακρινός κόσμος τα παιδικά μας καλοκαίρια,

σαν το μικρό το κύμα που σβήνει ήσυχα στην αμμουδιά.

Κι όμως τίποτα δεν χάνεται όσο αγαπάς και θυμάσαι.

Μόνο που να, καμμιά φορά οι μνήμες ξεστρατίζουν,

σαν τα καράβια που όλο ξεμακραίνουν.


 

Είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο της Αριστέας - Ένα ποίημα για το καλοκαίρι



Αριστέα σε ευχαριστούμε για την ιδέα, τη διοργάνωση, το ταξίδι της έμπνευσης. Και επειδή καλοκαίρι δεν είναι μόνο η θάλασσα, ας δούμε και την οπτική των παιδιών για το καλοκαίρι, κρυφοκοιτάζοντας την ψυχή τους.

Να είστε καλά!

Αννίκα