Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Oscar Wilde

Ο Εγωιστής Γίγαντας

Ήταν ένας πελώριος μαγευτικός κήπος, με απαλή, πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.

Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ' το σχολειό τα παιδιά το 'χαν συνήθειο να παίζουν στον κήπο του γίγαντα. Εφτά ολάκερα χρόνια ο Γίγαντας ήταν σε επίσκεψη. Κάποια μέρα γύρισε. Την ώρα που 'φτασε αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.

"Τι δουλειά έχετε εδώ;" φώναξε με οργή και τα παιδιά το έβαλαν στα πόδια τρομαγμένα. "Ο κήπος είναι μονάχα δικός μου". Κι έτσι έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα κάρφωσε μια πινακίδα που 'λεγε:

Οι παραβάτες τιμωρούνται

Ήταν αλήθεια ένας πολύ σκληρόκαρδος Γίγαντας. Τα δύστυχα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Βάλθηκαν να περιπλανιούνται γύρω από τους ψηλούς τοίχους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο. 

"Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί."
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη. Η εξοχή γιόμισε από μικρά λουλούδια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του σκληρόκαρδου γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας. Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για κείνον αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί. Οι μόνοι που ήταν ευχαριστημένοι από αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι και η παγωνιά. Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια. Ύστερα, προσκάλεσαν και τον βοριά να έρθει να μείνει μαζί τους. "Μα τούτο είναι θαυμάσιο μέρος" είπε ο Βοριάς, "Πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι!". Κι έτσι το χαλάζι, ντυμένο στα γκρίζα και με ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε. 

"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να έρθει" συλλογιζόταν ο σκληρόκαρδος Γίγαντας καθώς, γερμένος στο παράθυρο, κοιτούσε τον ολόλευκο κήπο του. Όμως η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μήτε το καλοκαίρι. Και ο Βοριάς και το Χαλάζι και η Παγωνιά χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.

Κάποιο πρωινό ο Γίγαντας, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκά στα αυτιά του που θάρρεψε πως ήταν η ομορφότερη μουσική στον κόσμο. Κι όμως ήταν ένας μικρός σπίνος που τραγουδούσε έξω από το παράθυρό του. "Θαρρώ πως επιτέλους η άνοιξη έφτασε!" είπε ο Γίγαντας και κοίταξε έξω. Ήταν η πιο μαγευτική εικόνα! Από ένα άνοιγμα στον τοίχο τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα δέντρα.Τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν κι έτσι πέταξαν τα χιόνια, άφησαν την ασημένια τους φορεσιά και ντύθηκαν με λουλούδια. Τα πουλιά φτερούγιζαν τιτιβίζοντας. Ήταν μια όμορφη εικόνα. Στην άκρη της όμως, ο χειμώνας κρατούσε ακόμη. Σε μια απόμερη γωνιά του κήπου στέκονταν ένα μικρό αγόρι. Ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δε μπορούσε να φτάσει. Το καημένο το δεντράκι ήταν ακόμη σκεπασμένο από πάγο και χιόνι και ο βοριάς φυσούσε και μούγκριζε από πάνω του. Η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς το έβλεπε. "Πόσο σκληρόκαρδος ήμουν", αναλογίστηκε. Τώρα ξέρω γιατί η άνοιξη δε θα ρχόταν ποτέ εδώ" Κι αλήθεια μετάνιωσε πολύ για ό,τι είχε κάνει. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών και ανοίγοντας την εξώπορτα βγήκε στον κήπο. Μόλις τα παιδιά τον είδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια. Κι ο χειμώνας ήρθε ξανά στον κήπο. 

Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και δεν είδε τον γίγαντα που ερχόταν. Ο Γίγαντας το πήρε απαλά στο χέρι του και το ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω του και το αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του στο λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Σαν είδαν τα παιδιά πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η άνοιξη. "Τώρα είναι ο κήπος σας αυτός μικρά μου παιδάκια", είπε ο Γίγαντας και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Και οι περαστικοί που πήγαιναν στην αγορά έβλεπαν τον Γίγαντα να παίζει με τα παιδιά στον πιο όμορφο κήπο. Τα παιδιά ολημερίς έπαιζαν και το βράδυ έτρεχαν να τον αποχαιρετήσουν. "Που είναι ο μικρός σας φίλος; Το αγόρι που ανέβασα στο δέντρο;" ρώτησε ο Γίγαντας. "Δεν ξέρουμε, έφυγε". Ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. 

Κάθε απόγευμα τα παιδιά έρχονταν και έπαιζαν με τον Γίγαντα μα το μικρό αγόρι ποτέ δε φάνηκε. "Πόσο θα 'θελα να τον έβλεπα" έλεγε κάθε τόσο. Τα χρόνια κύλησαν και ο Γίγαντας γέρασε και αδυνάτισε. ¨Ένα χειμωνιάτικο πρωί κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Ξάφνου έτριψε τα μάτια του. Στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο με ολόλευκα λουλούδια και στο πλάι του έστεκε το μικρό αγόρι που τόσο είχε αγαπήσει. Όρμησε τρέχοντας στον κήπο γεμάτος χαρά. Όταν πλησίασε, το πρόσωπό του κοκκίνησε από οργή και φώναξε "Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;". Στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά του πόδια διακρίνονταν πληγές από καρφιά. "Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει; Πες μου κι εγώ θα πάρω το μεγάλο σπαθί και θα τον κάνω κομμάτια!". "Κανένας" αποκρίθηκε το παιδί, "Αυτές είναι οι πληγές της αγάπης". "Ποιος είσαι;" είπε ο Γίγαντας και γονάτισε μπροστά στο παιδί; Το παιδί του χαμογέλασε και του είπε "Μ άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε εσύ θα ρθεις μαζί μου στον δικό μου κήπο".

Κι όταν τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας το επόμενο απόγευμα βρήκαν τον Γίγαντα νεκρό κάτω απ το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου