Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καζαντζάκης (2)


Η  μητέρα μου

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο.Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο,εκείνη σε μια καρέκλα πλάι στο παράθυρο,εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα μέσα στη σιωπή,το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να'  ΄ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου διηγόταν
για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν μ'  έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της ,της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι  η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε
-Αλήθεια λες; και χαμογελούσε
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει.Χαμογελούσε μόνο , και τα βαθουλά μαύρα μάτια της  κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν  σαν πνέμα αγαθό, μέσα στο σπίτι, κι  όλα τα  πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα,σαν να ' χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη  μαγική δύναμη, που κυβερνόυσε  με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη.
Μπορεί και να  'ναι νεράιδα , συλλογιζόμουν,κοιτάζοντάς την σιωπηλά. Δούλευε η φαντασία στο παιδικό μυαλό μου.Μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας απτον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι. Χίμηξε  ,της πήρε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε σπίτι. Κι η μάνα μου όλη μέρα πάει κι  έρχεται και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά και να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Έτρεμα όταν άνοιγε τα ντουλάπια, τις κασέλες,τα πιθάρια, μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο και γίνει άφαντη.
Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νεογέννητη ψυχή μου. Κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου. Αγωνία για κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, μη και βρει το κεφαλομάντηλο και φύγει.

απόσπασμα από το μυθιστόρημα :  Αναφορά στον Γκρέκο

Δημοτικό Σκολειό

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ'  έναν κόκκινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος,μισό-αλαφιασμένος. Με κρατούσε ο πατέρας μου απ' το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να το μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάπτισής μου στο λαιμό.
-Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου.......μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ενιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου.
Πηγαίναμε,πηγαίναμε,περάσαμε τα στενά σοκάκια,φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε και μπήκαμε σ'  'ενα παλιό χτίρι,με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες και ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση.
Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε,άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε:
- Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος, κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου,του 'πε, το κρέας δικό σου , τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου , καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους,είπε ο δάσκαλος και έδειξε τη βίτσα.
Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι γυρίζοντας στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι του και είπε:
-Πήγαινε να φωνάξεις το θείο Νικολάκη. Είχε βγάλει το δημοτικό ο θείος και ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας
Ελα δω, του ΄πε ο πατέρας μου ,του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!
Έσκυψαν κι οι δυο απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
-Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από σκέψη ο πατέρας μου.
Ο θείος μου κούνησε το κεφάλι.
-Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμίλησε, μα η φωνή του έτρεμε.
-Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατερας
Ο θείος μάζεψε τα φρύδια του και λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει
-Τι θα πει πρωτοτόκια:
Πετάχτηκα
-Κυνηγετική στολή!
-Τι ανοησίες είναι αυτές .Ποιός αγράμματος σου τις είπε;
-Ο πατέρας μου
Ο δάσκαλος ζάρωσε .Τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου. Που να φέρει αντίρρηση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου