"Οι μνήμες της αθωότητας πληγώνουν
όταν γυρίζουν στον καιρό της αγάπης! Όταν η ζωή σε φέρνει αντιμέτωπο με το σκληρό κομμάτι της αλήθειας, η μόνη παρηγοριά είναι οι αναμνήσεις εκείνης της παιδικής ματιάς και ίσως η ελπίδα μιας εσωτερικής αλλαγής για να ισορροπήσει το παρελθόν με το παρόν. Όμως ότι
χωρίζει η ζωή, η καρδιά το κρατά για πάντα! Απλά, κάποια πράγματα σε ταρακουνάνε και αναγκάζεσαι ν' αλλάξεις ρότα, για μια καινούργια αρχή"
Η υπόθεση Υψηλάντη έγινε πονοκέφαλος για τον Χάρη Αλεξίου. Έπρεπε να αποφασίσει για το βιβλίο. Είχε βέβαια υλικό για τη συγγραφή του, όμως με εκείνη απούσα ήταν αλλιώς. Απ’ την άλλη, είχε ρητή εντολή «το βιβλίο να εκδοθεί, ότι κι αν συμβεί»
Μια, δυο φορές επισκέφθηκε το γηροκομείο, χωρίς να πάρει απαντήσεις. Η ατμόσφαιρα εκεί ήταν ήρεμη, σα να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Έγραφε κι έσβηνε σ’ ένα χαρτί τους βασικούς υπόπτους, αλλά και πάλι; Ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά που επανεξέταζε τα στοιχεία. Ένοχοι εν δυνάμει ήταν όλοι και κανένας. Ανησυχίες και υποθέσεις του μυαλού, χωρίς απτές αποδείξεις. Αυτό το ΑΝ, τριγύριζε στο μυαλό του και στοίχειωνε τις νύχτες του.
Ο Αλκιβιάδης ανησυχούσε!
-Φύγε Χάρη! πάρε μερικές μέρες
άδεια και φύγε! Εντολή γιατρού.
Πέντε και μισή το απόγευμα της
Τρίτης, την ώρα που έπινε τον καφέ του και κοίταζε για πολλοστή φορά τις
σημειώσεις του, χτύπησε το τηλέφωνο. Στην οθόνη ένας αριθμός άγνωστος. Σήκωσε
απρόθυμα το ακουστικό.
-Χαρίδημε! η κυρά Μαριγώ του Σαράντου.
Είσαι καλά παιδί μ’; Πόσον καιρό έχεις να έρθεις στο χωριό; Το σπίτι κοντεύει
να ρημάξει! Τα κεραμίδια είναι τα, σπασμένα, οι αρουραίοι μπαινοβγαίνουν σα
νοικοκυραίοι. Ο Δημητρός του Παπακυριάκου, ο ξυλέμπορος, ρωτάει δεξιά κι
αριστερά αν το πουλάτε. Δεν ξέρω παιδί μ’, σκέψου το!
Είπανε κι άλλα, την ευχαρίστησε και έκλεισε το τηλέφωνο γεμάτος ενοχές. Ναι, είχε καιρό να πάει στο χωριό. Από τότε που έφυγαν οι γονείς του, μια φορά όλο κι όλο πέρασε ένα Σαββατοκύριακο εφιαλτικό. Ύστερα έκλεισε την πόρτα κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ξέχασε αγάπες κι όνειρα κλείνοντάς τα σ’ ένα συρτάρι μαζί με το ημερολόγιο της τελευταίας τάξης του σχολείου, ένα στυλό parker, δώρο σε κάποια γενέθλια, την πρώτη του γραβάτα, δώρο της μητέρας του και ένα ρολόι τσέπης με καδένα, οικογενειακό κειμήλιο.
Οι μνήμες ξύπνησαν εκείνη την εσωτερική φωνή που παρά τα χρόνια που πέρασαν, δεν σίγησε ποτέ. Θαρρείς όλο το χτες γαντζώθηκε σ’ ένα τηλεφώνημα! Η ανάμνηση έφερε τη συγκίνηση του πρώτου έρωτα που έμεινε εκεί στο πλατύσκαλο μαζί με την Ειρήνη, τα ολόγιομα φεγγάρια, τα όνειρά τους και τους όρκους.
Εκείνος ήθελε να σπουδάσει. Έφυγε φθινόπωρο για την πρωτεύουσα μ’ ένα τσουβάλι όνειρα και την υπόσχεση να γυρίσει μόλις πάρει το πτυχίο. Η Ειρήνη δεν είπε τίποτα. Απ’ τα μάτια της μόνο κυλούσαν δάκρυα. Έμεινε να μαζεύει τα συντρίμμια μιας ανομολόγητης αγάπης, να κρύβει το δάκρυ και να ζεσταίνει στον κόρφο της μια στοίβα γράμματα. Σιγά-σιγά αραίωσαν κι αυτά. Κόντευε πια τα πενήντα. Έμεινε ανύπαντρη να μετρά τα χαμένα φθινόπωρα. Τα χρόνια έγιναν βροχή κι ύστερα χιόνι, ήλιος ανελέητος και πάλι βροχή κι οι πρώτες ρυτίδες του προσώπου της, όλο και βάθαιναν. Κουράστηκε να περιμένει!
Εκείνο το βράδυ άνοιξε το ημερολόγιο στην τελευταία σελίδα. Μια μόνο λέξη δίπλα σ’ ένα φεγγάρι που ταξίδευε. ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ! Τα γράμματα στροβιλίζονταν στο ρυθμό της καρδιάς του. Μια καληνύχτα που δεν ξημέρωσε ποτέ. Με δυσκολία συγκράτησε έναν κόμπο στο λαιμό καθώς άγγιξε τη σελίδα με τρυφερότητα. Τριάντα έξι χαμένα χρόνια κι εκείνη η καληνύχτα έβγαλε αγκάθια και μάτωσαν την ψυχή του.
Αργά το απόγευμα μπήκε στην
τελευταία στροφή της δημοσιάς. Σε δέκα λεπτά ήταν έξω απ’ την αυλόπορτα.
Κράτησε την αναπνοή του απ’ τη συγκίνηση. Το σπίτι του! Η αρχή και το νήμα της
ζωής του! Άνοιξε με δυσκολία το λουκέτο, έσπρωξε και ο στριγκός ήχος απ’ τη
σκουριασμένη πόρτα έκανε μια καρακάξα να πετάξει μακριά κρώζοντας. Η κυρα
Μαριγώ βγήκε στο κατώφλι.
-Χαρίδημε!……καλωσήρθες παιδί μ’.
-Γεια σου κυρά Μαριγώ! Καλώς σε
βρήκα!
Έριξε μια ματιά γύρω του. Το χώμα ήταν υγρό
και τ’ αγριόχορτα κόντευαν ένα μπόι. Ξεθεμελιωμένες οι πέτρες στο μαντρότοιχο. Στο απάγκιο του κήπου, φύτευαν κρινάκια που άνθιζαν κάθε Άνοιξη.
«Τα δάκρυα της Παναγίας» έλεγε η μάνα του. Και πραγματικά άνθιζαν πάντα το Μεγαλοβδόμαδο! Μια
γέρικη αιωνόβια ελιά, η μόνη που έστεκε όρθια στην αυλή, αφρόντιστη, μα
καταπράσινη. Ώρες κάθονταν εκεί με την Ειρήνη, μέχρι που έβαζε η μάνα τις φωνές κι από κοντά η κυρά Μαριγώ. «Νύχτωσε πια, μαζευτείτε μέσα, έβαλε ψύχρα» Για μια
στιγμή μονάχα είδε τη μάνα του που βγήκε στην εξώπορτα σκουπίζοντας τα χέρια
στην ποδιά της. Πόσο φωτεινό ήταν το χαμόγελό της!
«Χάρη αγόρι μου, ήρθες;»
Για μια στιγμή σταμάτησαν οι
δείκτες κι ύστερα έγινε δεκαοχτώ, είκοσι και με μια παιδιάστικη αθωότητα
ψιθύρισε, «Μάνα!» κι ένιωσε πάλι εκείνο τον κόμπο στο λαιμό.
Έτρεμαν ακόμα τα χέρια του όταν
έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Μ’ ένα τρίξιμο, σα λυγμός, άνοιξε και η μυρωδιά
κλεισούρας κι υγρασίας έφτασε στα ρουθούνια του. Άφησε τη ματιά του να χαθεί
στη μεγάλη κάμαρα. Όλα όπως τα άφησε η μάνα πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι.
Μέσα στο νοτισμένο απ’ την υγρασία δαντελένιο πετσετάκι, αναζήτησε τη γοητεία
μιας αλλοτινής εποχής.
Ένας κρότος τον έβγαλε απ’ την
ονειροπόληση καθώς ο Έκτορας ποιος ξέρει τι ανακάλυψε και το ‘ριξε στο κυνήγι
παρασύροντας το καλώδιο απ’ το φωτιστικό. Άνοιξε με δυσκολία τα παραθυρόφυλλα
όσο κράταγε ακόμα το φως της μέρας. Σε λίγο νύχτωνε. Το πρωί θα έλεγχε τις
ζημιές. Ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του. Άνοιξε με
καρδιοχτύπι. Στο κατώφλι η κυρά Μαριγώ μ’ ένα πιάτο στο χέρι, σκεπασμένο με μια
καθαρή καρό πετσέτα κουζίνας.
-Καλωσήρθες Χαρίδημε! Σου έφερα
λίγη τυρόπιτα. Θα είσαι κουρασμένος. Καλό βράδυ! Θα τα πούμε το πρωί!
Βιάστηκε να φύγει σα να ‘θελε να
αποφύγει ερωτήσεις.
Ίσα που πρόλαβε να την
ευχαριστήσει. Του φάνηκε πρόωρα γερασμένη. Αυτά τα γεμάτα καλοσύνη μάτια είχαν
τόσο πόνο! Μπορεί πάλι να έφταιγε το λιγοστό φως. Πέντ’ έξι λέξεις αντάλλαξαν
με το ζόρι. Κουβέντα για την Ειρήνη!
Μάζεψε τον Έκτορα, έριξε δυο κούτσουρα
ακόμα στο τζάκι και ξάπλωσε στον καναπέ. Από κάποιες ρωγμές της μνήμης ξέφυγαν
δυο αναμνήσεις, μα ήταν τόσο κουρασμένος που τις άφησε ελεύθερες. Έκλεισε τα
μάτια κι αφέθηκε στη ζεστασιά του τζακιού και στην αγκαλιά του Μορφέα. Έξω χιόνιζε!
Ντύθηκε ζεστά και κίνησε για το καφενείο. Το
ξεροβόρι του ‘κοβε την ανάσα. Χουχούλιασε τα χέρια του να τα ζεστάνει. Θυμόταν
αυτόν τον δρόμο. Ένας καρόδρομος ήταν γεμάτος λάσπες, χειμώνα, καλοκαίρι. Τώρα
υπήρχαν σπίτια περιφραγμένα με αυλές και όμορφους κήπους. Το ξεροβόρι στο πρόσωπο τον ανάγκασε
να ανοίξει το βήμα του. Χαιρόταν τον ήχο της πατημασιάς του στο χιόνι. Γι’ αυτά
τα χνάρια άξιζε το ταξίδι της επιστροφής.
-Με τέτοιον καιρό παλληκάρι μου!
Πως έφτασες εδώ πάνω;
-Ο Χαρίδημος είμαι του Αρίστου
και της Μαργαρίτας Αλεξίου.
Έδωσαν τα χέρια σε μια θερμή
χειραψία κι αφού έφτιαξε καφέ στη χόβολη, κάθισαν κοντά στη σόμπα.
-Λοιπόν Χαρίδημε; Πως και με
τέτοιον καιρό παιδί μ’;
Του εξήγησε το λόγο και μέχρι το
τέλος της κουβέντας τους βρέθηκε μάστορας για τις ζημιές και τα μερεμέτια. Ο
Στρατής της κυρά Θωμαής, άξιο παλληκάρι, με μπέσα και φιλότιμο. Μπορούσαν να
αρχίσουν από την επόμενη για τα μερεμέτια μέσα στο σπίτι και μόλις ο καιρός το
επέτρεπε να φτιάξουν και τα κεραμίδια. Ψώνισε δυο-τρία πράγματα. Λίγο καφέ, έξι
αυγά, τυρί, μακαρόνια και μια φρατζόλα φρέσκο ψωμί απ’ τον ξυλόφουρνο της κυρά
Τασίας, της γυναίκας του. Τον ευχαρίστησε και με την υπόσχεση να ξαναπεράσει,
έφυγε.
-Έλα φίλε! Καλημέρα! Δεν πιστεύω
να σε ξύπνησα; Την επόμενη φορά θα σε πάρω μαζί μου! Εδώ έχει άπλα ο ορίζοντας.
Άλλο πράγμα η ζωή στη φύση φίλε μου!
Ύστερα του ιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια όλα
όσα έγιναν.
Χάρηκε βέβαια ο γιατρός, αλλά στα
λόγια του διέκρινε μια ακαθόριστη θλίψη.
Οι δουλειές τέλειωσαν, το σπίτι
έγινε σαν καινούργιο, ο καιρός το γύρισε σε νοτιά κι ένα ψιλόβροχο έλιωσε και
τα τελευταία χιόνια. Ο χρόνος πέρναγε καλπάζοντας. Σαν να ήταν χτες που πέρασε
τη σιδερένια αυλόπορτα. Ξεχάστηκε με τις δουλειές. Ούτε μια φορά σκέφτηκε την
Υψηλάντη. Καταλάγιασε κι ο κουρνιαχτός στο στήθος. Με τρυφερότητα οι αναμνήσεις
έρχονταν απ’ το βάθος του χρόνου και γίνονταν εικόνες που σκέπαζαν τη σιωπή του σπιτιού. Κάποιες πιο φωτεινές,
κάποιες αξεδιάλυτες.
Ακάλεστη ήρθε η ανάμνηση. Τρύπωσε
λαθραία μέσα απ’ τις ρωγμές της σκέψης κι έγινε μαχαιριά στην ψυχή. Ένιωσε ένα
ψυχρό ρεύμα στο πρόσωπο, σαν χάδι. Στο δωμάτιο κανείς. Αναρωτήθηκε πως ήταν
δυνατόν σ’ ένα κλειστό σπίτι ο αέρας να παίζει παιχνίδια; Για μια στιγμή
φοβήθηκε. Όχι τα γήινα, μα για τα πέρα του κόσμου τούτου.
-Κυρά-Μαριγώ!
Κοίταξε τον τάφο και έμεινε
άφωνος!
Ειρήνη Καλαϊτζίδου ετών 48! Πισωπάτησε.
Πικρή μαχαιριά ξέσκισε την καρδιά του. Προσπάθησε να κρύψει το τρέμουλο της
φωνής. Λύγισαν τα γόνατα και σωριάστηκε στην άκρη του τάφου.
-Πως; Πότε; Η φωνή του μόλις που
έβγαινε.
-Πάνε τώρα πέντε χρόνια Χαρίδημε.
Πάλευε με τον καρκίνο. Είχε τόσα όνειρα! Προσπαθούσε να
μπαλώσ’ εκείν’ τη σκισμή στο σώμα της, μα όλο και άνοιγε καινούργια. Ώρες κάθονταν
στο παράθυρο και κοιτούσε κατά το μέρος της αυλής σας. Κι όταν αισθάνονταν
καλύτερα έπαιρνε μεταξοκλωστή και κένταγε ένα άσπρο φόρεμα με μικρές βελονιές.
Μια στο πανί και μια στην ψυχή της. «Σαν πεθάνω», έλεγε, «μ’ αυτό θέλω να φύγω».
Μας όρκισε να μη σου πούμε τίποτα. Ήθελε να τη θυμάσαι όπως παλιά. «Θ’ αντέξω»
έλεγε. Μέχρι να τελειώσ’ το φόρεμα. Κι άντεξε κι ας ήταν βάρος αβάσταχτο η ζωή
της. Μια μέρα πριν φύγει μου ‘πε. «Μάνα, δεν κρατάνε πολύ τα όνειρα. Πε’ του
πως τον αγάπησα πολύ!»
Δυο δάκρυα καυτά χάραξαν ως κάτω
τα μάγουλα. Άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλα το χαραγμένο στο σταυρό όνομα, σαν να
άγγιζε το πρόσωπό της στο λαξεμένο μάρμαρο. Βούλιαξε η σκέψη στην οδύνη του
μυαλού του!
-Αχ Ειρήνη! Ειρήνη μου! Συχώρα
με! Αχ, δόλια μάνα που συνεχίζεις να ζεις, καταπίνοντας τον αβάσταχτο πόνο σου!
Μεσημέρι! Ο ήλιος έκαιγε κι όμως
εκείνος ένιωθε να τρέμει. Τρύπαγε τα φυλλοκάρδια του ο πόνος κι η συγγνώμη ήταν
λίγο, πολύ λίγο. Πόση ώρα έμεινε έτσι! Έναν αιώνα. Ένα πελώριο γιατί! Ποιος
ορίζει τη μοίρα μας; Ποιος αποφασίζει; Κι ύστερα σήκωσε τα μάτια ψηλά. «Συχώρα
με Θεέ μου, πάρε την μόνο κοντά σου» Έφερε τα δάχτυλα στα χείλη, ύστερα τ’
ακούμπησε απαλά στη φωτογραφία της και στο τέλος στο μέρος της καρδιάς του.
Με βαριά βήματα πέρασε την πύλη
αφήνοντας πίσω του τις ιστορίες των ανθρώπων στη σιωπή. Ο δρόμος ατέλειωτος
μέχρι το σπίτι. Φουρτουνιασμένη θάλασσα
η σκέψη. Τώρα εξηγούνται τα οράματα. Έκλαψε κι ύστερα κρατώντας
σφαλιστά τα ματοτσίνορα, άδειασε ένα μπουκάλι κρασί στη μνήμη της. Δεν
κοιμήθηκε κι απόψε θαρρείς αργούσε να ξημερώσει. Ήπιε την τελευταία γουλιά και
μάζεψε τα πράγματά του. Είναι κάποια πράγματα που σε ταρακουνάνε κι αλλάζεις
ρότα. Ξεκινώντας απ’ τα πίσω, πας για καινούργια αρχή.
Το πρωί χαιρέτησε την κυρά-Μαριγώ.
«Ό,τι χωρίζει ο θάνατος η καρδιά το κρατά με πείσμα ζωντανό» της είπε. Η Ειρήνη
ήταν μέρος της ζωής του και πάντα θα υπάρχει μια αφορμή να ξαναγυρίσει.
Αγκαλιάστηκαν σα μάνα με γιός.
Ύστερα πήρε τηλέφωνο την Ελένη,
τη γραμματέα του. Την αγαπημένη του Ελένη που χρόνια υπομόνευε περιμένοντας μια λέξη. «Οι θύελλες πέρασαν!» της είπε. Ήταν σίγουρος πως δεν κατάλαβε. Καλύτερα!
Άφηνε χώρο για την έκπληξη. Πριν μπει στο αυτοκίνητο πρόσεξε ένα ζευγάρι
χελιδόνια που γυρόφερναν μια γωνιά στην καινούργια στέγη. Χαμογέλασε! Επιτέλους
τα πρώτα σημάδια της άνοιξης!
Δυο χρόνια μετά ξαναγύρισε με την
Ελένη και την ενός χρόνου κόρη τους. Τη μικρή Ειρήνη! Η κυρά Μαριγώ τους
καλοδέχτηκε σαν παιδιά της. Όταν αγκάλιασε τη μικρή Ρηνιώ δέκα ήλιοι φώτισαν
το πρόσωπό της!
"Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο χωριό έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και την φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και σεις σχεδιάζεται να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί, αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/η από τη γειτονική κωμόπολη που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του/της. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σας αναγκάσει να μείνετε εκεί στον ίδιο χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;