Όλη τη νύχτα ο αέρας φυσούσε ουρλιάζοντας κυνηγημένος απ’ την οργή του χιονιά. Κατέβαινε απ’ τη Πάρνηθα ίσαμε κάτω στην πόλη, που κουκουλωμένη στα ζεστά
σκεπάσματα κοιμόταν ακόμα. Στους δρόμους
η κίνηση λιγοστή, σχεδόν ανύπαρκτη. Όσοι αποφάσισαν να βγουν τέτοια ώρα, ένιωσαν στο πετσί τους τη μανία του παγωμένου αέρα. Στην αναλαμπή της
λάμπας απ' τους φανοστάτες του δρόμου, έβλεπες το χιόνι που έπεφτε πότε μαλακά, ήσυχα και πότε
θυμωμένα χορεύοντας σ’ ένα δικό του σκοπό. Πέντε ξημερώματα...... φαινόταν να το στρώνει. Κάποια
τζάκια άναψαν και ο βοριάς στροβιλίζει τον καπνό σ' ένα χορό αέναο μαζί με τις νιφάδες που σαν άσπρες πεταλούδες που ξέμειναν από το καλοκαίρι, προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ τον χιονιά.
τζάκια άναψαν και ο βοριάς στροβιλίζει τον καπνό σ' ένα χορό αέναο μαζί με τις νιφάδες που σαν άσπρες πεταλούδες που ξέμειναν από το καλοκαίρι, προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ τον χιονιά.
Πήρε η μέρα σιγά-σιγά να χαράζει. Ο χιονιάς σαν την καλύτερη υφάντρα, την άξια νοικοκυρά, δούλεψε όλη τη νύχτα υφαίνοντας το άσπρο του σεντόνι που σκέπασε τα πάντα. Και ίσαμε το μεσημέρι δεν έμεινε κορφή, δεν έμεινε πλαγιά, δεν έμεινε στέγη, ή δέντρο, να μη σκεπαστεί με χιόνι. Έντυσε με άσπρες γιρλάντες τα μπαλκόνια που μαζί με τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια έστησαν λες ένα θεατρικό σκηνικό. Έβαλε άσπρα σκουφάκια στα κάγκελα του μαντρότοιχου, σκέπασε ακόμα και τους κάδους απορριμάτων για να κρύψει την ασχήμια τους Η Πάρνηθα
κάτασπρη απ' τη ράχη ως τη ρίζα. Μόνο τα ραντάρ και οι κεραίες λογχίζουν τον βαρυφορτωμένο γκρίζο ουρανό, που κατέβηκε μικραίνοντας τον ορίζοντα.
Ξημέρωσε για τα καλά. Οι νοικοκυρές ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα και σιγά-σιγά οι χαρούμενες φωνούλες των παιδιών ξεσηκώνουν τη γειτονιά. Τα πιο τολμηρά είναι κιόλας έξω με σκούφους, με γάντια, με κατακόκκινες τις μυτούλες και τα μάγουλα και την ανάσα τους καυτή απ’ το χιονοπόλεμο. Αυτό το κατάλευκο της φύσης ξαφνικά γέμισε χρώμα, φωνές, μουσική. Γλυκιά παιδική αθωότητα που τα βλέπει όλα όμορφα! Οι πρώτοι χιονάνθρωποι στήθηκαν στις αυλές κι ανάμεσά τους μικρές παρουσίες από σταχτί και κόκκινο, ξεθαρρεμένες φτεροκοπάνε ψάχνοντας να μοιραστούν ένα σπυρί, ένα ψίχουλο, ένα κάτι.
Ξημέρωσε για τα καλά. Οι νοικοκυρές ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα και σιγά-σιγά οι χαρούμενες φωνούλες των παιδιών ξεσηκώνουν τη γειτονιά. Τα πιο τολμηρά είναι κιόλας έξω με σκούφους, με γάντια, με κατακόκκινες τις μυτούλες και τα μάγουλα και την ανάσα τους καυτή απ’ το χιονοπόλεμο. Αυτό το κατάλευκο της φύσης ξαφνικά γέμισε χρώμα, φωνές, μουσική. Γλυκιά παιδική αθωότητα που τα βλέπει όλα όμορφα! Οι πρώτοι χιονάνθρωποι στήθηκαν στις αυλές κι ανάμεσά τους μικρές παρουσίες από σταχτί και κόκκινο, ξεθαρρεμένες φτεροκοπάνε ψάχνοντας να μοιραστούν ένα σπυρί, ένα ψίχουλο, ένα κάτι.
Φωνάζει η μάνα «φτάνει πια, ελάτε» μα ποιος την ακούει. Το χιόνι σιγά-σιγά κόπασε. Οι νιφάδες αραίωσαν και σταμάτησαν κι αυτές. Ο ουρανός είναι κάτασπρος και κάπου-κάπου μια ηλιαχτίδα ξεγελιέται κι από μια χαραμάδα ανάμεσα στα σύννεφα, προσπαθεί να ζεστάνει
τον παγωμένο τόπο, κι ύστερα χάνεται πάλι.
Το παιχνίδι τελείωσε. Τα παιδιά αποκαμωμένα αλλά γεμάτα ευτυχία αποτραβιούνται στην ζεστή ασφάλεια του σπιτιού. Ζεστές μάλλινες κάλτσες και γούνινες παντόφλες είναι ότι πρέπει για τα παγωμένα ποδαράκια τους. Χιονίζει πάλι. Ο κήπος βυθίζεται στη σιωπή και μόνο ο χιονάνθρωπος έμεινε να χαμογελάει στις γλυκές φατσούλες που τον παρακολουθούν απ΄το τζάμι. Οι νιφάδες ανάλαφρες παιχνιδίζοντας ακολουθούν τη δική τους
τροχιά, τη δική τους αέναη πορεία δημιουργώντας μια περίτεχνη διακόσμηση. Ένα μικρό αεράκι
κατέβηκε απ’ την Πάρνηθα. Σάλεψε για λίγο τα κλαδιά της λεμονιάς,
και πέταξε ένα παγωμένο σάλι στην τριανταφυλλιά που ξεγελάστηκε απ' τη θερμοκρασία της προηγούμενης βδομάδας και άνοιξε δυο- τρία τριαντάφυλλα.
Κρέμασε ένα παγωμένο κρύσταλλο, αληθινό κόσμημα, στο νυφιάτικο φόρεμα της φύσης, κι ύστερα εξαφανίστηκε. Είναι ώρα για τζάκι, για ζεστή σοκολάτα και ένα κομμάτι κέικ από εκείνο που μόνο η μαμά ξέρει να φτιάχνει. Πρωτοχρονιά περιμένουμε. Τι Πρωτοχρονιά θα ήταν χωρίς χιόνι. Και η σημερινή μέρα κάνει την αναμονή ακόμη πιο όμορφη.
και πέταξε ένα παγωμένο σάλι στην τριανταφυλλιά που ξεγελάστηκε απ' τη θερμοκρασία της προηγούμενης βδομάδας και άνοιξε δυο- τρία τριαντάφυλλα.
Κρέμασε ένα παγωμένο κρύσταλλο, αληθινό κόσμημα, στο νυφιάτικο φόρεμα της φύσης, κι ύστερα εξαφανίστηκε. Είναι ώρα για τζάκι, για ζεστή σοκολάτα και ένα κομμάτι κέικ από εκείνο που μόνο η μαμά ξέρει να φτιάχνει. Πρωτοχρονιά περιμένουμε. Τι Πρωτοχρονιά θα ήταν χωρίς χιόνι. Και η σημερινή μέρα κάνει την αναμονή ακόμη πιο όμορφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου