Θέλω να με ακούς χωρίς να με κρίνεις.
Θέλω τη γνώμη σου χωρίς συμβουλές.
Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις.
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι ν’ αποφασίζεις για μένα.
Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις.
Θέλω να με κοιτάς χωρίς να προβάλλεις τον εαυτό σου σε μένα.
Θέλω να με αγκαλιάζεις χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ.
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια χωρίς να με σπρώχνεις.
Θέλω να με υποστηρίζεις χωρίς να με φορτώνεσαι
Θέλω να με προστατεύεις χωρίς ψέματα.
Θέλω να πλησιάζεις χωρίς να εισβάλλεις.
Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν. Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις.
Θέλω να ξέρεις… πως σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου… Χωρίς όρους»
[ Θέλω : από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκαϊ «Ιστορίες να σκεφτείς»]
Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις.
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι ν’ αποφασίζεις για μένα.
Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις.
Θέλω να με κοιτάς χωρίς να προβάλλεις τον εαυτό σου σε μένα.
Θέλω να με αγκαλιάζεις χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ.
Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια χωρίς να με σπρώχνεις.
Θέλω να με υποστηρίζεις χωρίς να με φορτώνεσαι
Θέλω να με προστατεύεις χωρίς ψέματα.
Θέλω να πλησιάζεις χωρίς να εισβάλλεις.
Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν. Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις.
Θέλω να ξέρεις… πως σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου… Χωρίς όρους»
[ Θέλω : από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκαϊ «Ιστορίες να σκεφτείς»]
Αναρτήθηκε από Seagull
Ο δρόμος των δακρύων
Ήταν κάποιος, μια φορά, που είχε πάρει απόφαση να χαίρεται
τη ζωή του. Νόμιζε ότι, για να μπορεί να το κάνει αυτό, έπρεπε να έχει πολλά
λεφτά. Σκεφτόταν ότι δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική ευχαρίστηση,
όταν πρέπει να διακόπτεται η απόλαυση από τη δυσάρεστη φροντίδα του να βγάλεις λεφτά.
όταν πρέπει να διακόπτεται η απόλαυση από τη δυσάρεστη φροντίδα του να βγάλεις λεφτά.
Σκέφτηκε, έτσι μεθοδικός που ήταν, ότι, για να μην απασχολεί
το μυαλό του και να μη στενοχωριέται, έπρεπε να χωρίσει τη ζωή του σε δύο μέρη:
πρώτα θα έβγαζε αρκετά λεφτά και μετά θα απολάμβανε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του.
Υπολόγισε ότι ένα εκατομμύριο δολάρια θα του έφταναν, για να ζήσει ήσυχος την
υπόλοιπη ζωή του.
Αφιέρωσε λοιπόν όλες του τις δυνάμεις στο να κερδίσει
χρήματα και να μαζέψει πλούτη. Επί χρόνια, κάθε Παρασκευή, άνοιγε το βιβλίο
εσόδων και άθροιζε τα αγαθά του. «Όταν μαζέψω το εκατομμύριο» έλεγε «δε θα
δουλέψω άλλο. Θα είναι η στιγμή της απόλαυσης και της διασκέδασης. Δε θ’ αφήσω
να μου συμβεί αυτό που έπαθαν άλλοι που, όταν έφτασαν στο πρώτο εκατομμύριο,
άρχισαν να θέλουν κι άλλο».
Και πιστός στην απόφασή του έφτιαξε μια τεράστια πινακίδα
και την κρέμασε στον τοίχο: μόνο ΕΝΑ εκατομμύριο.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο τύπος μάζευε λεφτά κι έκανε προσθέσεις.
Κάθε φορά ήταν όλο και πιο κοντά στο στόχο του. Χαμογελούσε αυτάρεσκα, όταν
σκεφτόταν τις χαρές που τον περίμεναν.
Μια Παρασκευή κατάπληκτος βλέπει το τελικό νούμερο. Το
άθροισμα ήταν 999.999,75 δολάρια. Έλειπαν μόνο 25 σεντς, για να συμπληρωθεί το
εκατομμύριο! Πανικόβλητος, αρχίζει να ψάχνει κάθε σακάκι, κάθε παντελόνι, κάθε
συρτάρι, μήπως βρει τα λίγα νομίσματα που λείπουν. Δεν ήθελε να περιμένει άλλη
μία βδομάδα. Τελικά, στο τελευταίο συρτάρι βρίσκει τα 25 σεντς που ήθελε.
Κάθεται στο γραφείο του, και γράφει με τεράστια νούμερα: 1.000.000.
Ικανοποιημένος, κλείνει τα βιβλία, κοιτάζει την πινακίδα του τοίχου και
μονολογεί: «Ένα μόνο. Και τώρα απολαμβάνουμε».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτυπάει η πόρτα. Δεν περίμενε
κανέναν. Απορημένος, πάει ν’ ανοίξει. Μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μ’ ένα
δρεπάνι στο χέρι του λέει: «Ήρθε η ώρα σου». Είχε έρθει ο Θάνατος να τον πάρει.
«Όχι…» ψελλίζει αυτός. «Όχι ακόμα… δεν είμαι έτοιμος». «Ήρθε η ώρα σου»
ξαναλέει ο Θάνατος. «Μα πώς… τα λεφτά… οι χαρές…» «Καταλαβαίνω, αλλά ήρθε η ώρα
σου». «Σε παρακαλώ, δώσε μου ακόμη ένα χρόνο. Ανέβαλα τα πάντα, γιατί περίμενα
αυτήν τη στιγμή, σε παρακαλώ». «Λυπάμαι» λέει ο Θάνατος. «Ας κάνουμε μια
συμφωνία» προτείνει αυτός απελπισμένος, «κατάφερα και μάζεψα ένα εκατομμύριο
δολάρια. Πάρε τα μισά και δώσε μου ένα χρόνο διορία. Σύμφωνοι;» «Όχι». «Σε
παρακαλώ. Πάρε 750.000 και δώσε μου ένα μήνα.» «Δεν έχεις καθόλου διορία». «Ας
κάνουμε κάτι άλλο. Παρ’ τα όλα και δώσε μου έστω και μία μέρα. Έχω τόσα να πω,
τόσο κόσμο να δω, έχω αναβάλει τόσα πράγματα… σε παρακαλώ!» «Ήρθε η ώρα σου»
επαναλαμβάνει ο Θάνατος, αδιάλλακτος.
Ο άνθρωπος σκύβει το κεφάλι. Αποδέχεται την κατάσταση και
παραιτείται από κάθε άλλη προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Με περίλυπο ύφος ζητάει
μόνο μία τελευταία χάρη. Ο Θάνατος βλέπει ακόμη λίγους κόκκους άμμου στην
κλεψύδρα του και του λέει: «Εντάξει». Παίρνει ο άντρας χαρτί και πένα από το
γραφείο του και γράφει:
Αναγνώστη, όποιος κι αν είσαι. Εγώ δεν μπόρεσα να αγοράσω
ούτε μία μέρα ζωής με όλα μου τα λεφτά. Πρόσεξε τι θα κάνεις με το χρόνο σου.
Είναι η μεγαλύτερή σου περιουσία.
Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι: «Ο δρόμος των δακρύων»
Ήταν μια φορά ένας άντρας που έπαθε τη
μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο. Πέθανε ο μικρός του γιος.
Από τον θάνατο
του γιου του, και για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε την νύχτα και δεν μπoρούσε να κοιμηθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να
κλαίει, και να κλαίει.. ως τα ξημερώματα.
Κάποια μέρα,
λέει η ιστορία, εμφανίζεται στον ύπνο του ένας άγγελος και του λέει:
«Φτάνει πια…
Πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς αυτόν.»
«Κλαίω
γιατί δεν θα τον ξαναδώ…» λέει ο άντρας.
Ο άγγελος τον
λυπάται και του προτείνει:
«Θέλεις να τον
δεις;»
Και αμέσως,
χωρίς να περιμένει απάντηση, τον πιάνει από το χέρι και τον ανεβάζει στον
ουρανό.
«Τώρα θα τον
δούμε. Κοίτα..» του λέει ο άγγελος, ενώ με το δάχτυλο δείχνει τη λευκή γωνία, στο τέλος ενός δρόμου
που ήταν στρωμένος με χρυσάφι.
Και αμέσως,
αρχίζουν να περνάνε από μπροστά τους ένα σωρό παιδάκια, ντυμένα αγγελάκια, με μικρά λευκά φτερά κι ένα κερί
αναμμένο στα χέρια. Αγοράκια και κοριτσάκια με αγγελικό πρόσωπο παρελαύνουν
μπροστά τους, με απερίγραπτη έκφραση γαλήνης στα ροδομάγουλα προσωπάκια τους.
«Ποια είναι
αυτά τα παιδιά;» ρωτάει ο άντρας.
Και ο άγγελος
απαντάει:
«Είναι τα
παιδιά που πέθαιναν τα τελευταία χρόνια… κάθε μέρα περνάνε έτσι από μπροστά
μας. Είναι τόσο αγνά, που και μόνο το πέρασμα τους καθαρίζει από κάθε βρομιά
ολόκληρο το σύμπαν.»
«Είναι ανάμεσα
τους.. και ο γιος μου;» ρωτάει ο νεοφερμένος.
«Και βέβαια,
τώρα θα τον δεις.»
Από μπροστά
τους περνάνε ακόμα εκατοντάδες παιδάκια.
«Να, έρχεται»
τον ειδοποιεί ο άγγελος.
Και πραγματικά,
τον βλέπει ο πατέρας του να έρχεται ανάμεσα στα άλλα παιδάκια. Είναι
πανέμορφος, λάμπει, γεμάτος ζωή, όπως ακριβώς τον θυμάται.
Υπάρχει, όμως,
κάτι που τον στεναχωρεί. Από όλα τα παιδάκια, μονάχα ο γιος του έχει
το κερί του σβησμένο..
Ενώ ο πατέρας
αισθάνεται απέραντη λύπη για το παιδί του, ο μικρός τον βλέπει, τρέχει κοντά
του και τον αγκαλιάζει. Αγκαλιάζει κι αυτός με δύναμη το παιδί, αλλά δεν
αντέχει να μην το ρωτήσει για το θέμα που τον στεναχωρεί αυτήν τη στιγμή.
«Γιε μου, εσύ γιατί
δεν έχεις φως; Δεν σου άναψαν το κερί σου όπως στα άλλα παιδάκια;»
«Και βέβαια,
μπαμπά, κάθε πρωί μου ανάβουν το κερί όπως και σε
όλα τα παιδιά. Όμως, ξέρεις τι γίνεται; Κάθε βράδυ, τα δάκρυα σου το σβήνουν.»
Ο μικρός
σκουπίζει με τα χεράκια του τα μάγουλα του πατέρα του και τον παρακαλάει γλυκά:
«Σταματά να
κλαις, μπαμπά… σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις, μου σβήνεις το κεράκι»
(από το βιβλίο
του Χόρχε Μπουκάι: Ο δρόμος των δακρύων)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου