Κυρά Θεοτόκο εκοιλοπόνα, εκοιλοπόνα και παρακάλειε
Επαρακάλειε τους άγιους όλους, τους άγιους όλους τους
αρχαγγέλους
Τους αρχαγγέλους, τους αποστόλους
-Βοηθήστε με σ’ αυτή την ώρα, τη βλογημένη τη δοξασμένη.
Ώσπου να πάνε και να γυρίσουν , μαμμή να φέρουν ,
Χριστός γεννάται
Σαν ήλιος φέγγει, σαν νιό φεγγάρι, σαν νιό φεγγάρι το
παλλικάρι.
Η κόνα Σουλτή ακούοντας τα κάλαντα της γέννας της Παναγίας
έκλαψε πάλι. Πενήντα χρόνια, αφότου ένοιωσε τον εαυτό της, κλαίει κάθε φορά
βάζοντας με το νου της τη δύσκολη ώρα «της Θεοτόκου», όπως έλεγε, και τη
μοναξιά της σε μια τέτοια ώρα. Και αντί να χαίρεται, έκλαιε με τη φωνή και σαν
της περνούσε ο πόνος και η συγκίνηση, χαιρότανε πάλι για τη χαρά της μέρας.
Γιαυτό και σα ετοίμασε το σπίτι της και στόλισε με τα παλιά
της χαλιά και γιάνια κι άπλωσε το μεγάλο της χαλί στο σοφά της και θύμιασε με
μόσχους τα δωμάτιά της, ξεκίνησε για την εκκλησιά. Εκεί μπροστά στον Αρχάγγελο
με το σπαθί στο χέρι, στη δεξιά θύρα του ιερού, στάθηκε και φίλησε το χέρι του
Παπαμόσκου και του παράδωκε στα παχουλά του χέρια την προσφορά της, που τη
ζύμωσε μόνη, μαζί με το θυμίαμά της σ’ ένα χαρτάκι, τυλιγμένη σ’ ένα ψηφωτό
πετσετάκι, έργο των χεριών της –όταν κορίτσι της σειράς ετοίμασε τα προικιά
της- Η κόνα Σουλτή ασπάστηκε ύστερα τις
εικόνες με τη σειρά, κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες και σταυρούς. Και
τελειώνοντας το προσκύνημα κάθησε σ’ ένα στασίδι κι από κει ακολούθησε με τα
χείλη της την ακολουθία του εσπερινού, σιγοψέλνοντας τα χρυσά τροπάρια, ώσπου
έφτασαν και στο τροπάρι της γέννησης, που βροντοφώνησαν ο δεξιός ψάλτης και ο
αριστερός μελωδικώτατα: «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών……….»
Στο έβγα της μαζί μ’ άλλες γυναίκες της γειτονιάς,
ψιλοχιόνιζε. Χιόνι πα στο χιόνι. Έτσι χιονισμένη
έφτασε στην οξώπορτά της και τίναξε τη γούνα της. Θαρρείς και χύθηκαν γιασεμιά και κρίνα από πάνω της. Μπαίνοντας στο κατώφλι της ξανάκουε τα παιδιά να ψέλνουν τα κάλαντα.
έφτασε στην οξώπορτά της και τίναξε τη γούνα της. Θαρρείς και χύθηκαν γιασεμιά και κρίνα από πάνω της. Μπαίνοντας στο κατώφλι της ξανάκουε τα παιδιά να ψέλνουν τα κάλαντα.
-Βοήθήστε με, σ’ αυτή την ώρα τη βλογημένη, τη δοξασμένη.
Η κόνα Σουλτή ξανάκλαψε και καυτερά δάκρυα κύλησαν στα
μάγουλά της, που ακόμα ρόδιζαν μ’ όλα τα γεράματά της.
-Καλούτσικη μ’ Παναγιά, είπε και σταυροκοπήθηκε. Η ίδια
ποτές-μαθέ στείρα-δε δοκίμασε τις οδύνες της μητέρας. Όμως με τη φαντασία της έπλαθε
της Παναγίας το κοιλοπόνημα και τη λαχτάρα της και θαρρείς και κοιλοπονούσε η
ίδια την ώρα τούτη.
-Θεγέ μ’, βοήθα την, την Παναγιά να λευτερωθεί! Είπε. Και
πηγαίνοντας στο εικόνισμα που η καντήλα έκαιγε και φέγγιζε, έκανε το σταυρό της
και προσκύνησε.
-Καλή λευτεριά Παναγίτσα μ’
Ύστερα κάθησε στο
τζάκι πλάγι, όπου έκαιγαν ξεροκούρβουλα και σφύριζαν τα βρεμένα κλαδιά του
μεγάλου ξύλου, και είπε μοναχή της το τροπάρι του Χριστού και την καταβασία:
«Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε…..» Το σιγόψελνε με τη φωνούλα της γερασμένη, που έβγαινε από
το στόμα της σα μακρυνό αντίηχο.
Το δωμάτιο με το τζάκι ροδοκοκκίνησε. Οι φλόγες των ξύλων
έχυναν το φως τους και σχημάτιζαν στους τοίχους σχήματα λογής λογιών,
αποχρώσεις φωτισμού διάφορες. Κι ο ίσκιος στον τοίχο μαύρος και σκοτεινός. Ο
παππούς ο Νικολάκ’ς ο ζωγράφος, αν τον αντίκρυζε θα τον έπαιρνε για να
παραστήσει στους ζωγραφικούς του πίνακες, τη μαυροφορούσα Μαγδαληνή και τη
Μάρθα που συντρόφευαν τη μάνα του Χριστού κλαιούμενες στη σταύρωση.
Ως που να και χτύπησε ο γέρο Θανασός, ο άντρας της
κόνα-Σουλτής, την πόρτα του σπιτιού, φορτωμένος το κομμάτι του γουρουνιού,
προχώρησε προς την πόρτα.
Έτσι τον υποδέχτηκε η κόνα-Σουλτή κατακόκκινο από το
τσούξιμο του αγέρα και του ριζοχιονιού.
-Καλώς τον άντρα μ’ είπε, και τον ξαλάφρωσε απ’ το κομμάτι
του κρεατιού, που το κρέμασε κι αυτό πλάγι στην κρεμασμένη κότα της που
απομεσήμερα την έσφαξε, την καθάρισε και την κρέμασε απ’ το ποδάρι της.
Ο κυρ-Θανασός που μ’ όλα τα γεράματά του ήταν γλεντζές,
πρόσχαρος άνθρωπος, αφήνοντας το μπαστούνι του στον τοίχο, τραγούδησε το
κάλανδο:
-Βοηθήστε με σ’ αυτή την ώρα τη βλογημένη τη δοξασμένη……..
Η κόνα-Σουλτή πάλι ένοιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν
-Τι έχ’ς και κλαις μπρε γυναίκα; Ρώτησε ο κυρ-Θανασός.
-Τι έχω; Λυπούμ’ τούτη την ώρα την Παναγίτσα που
κοιλοπονάει. Γω δεν κοιλοπόνεσα μα καταλαβαίνω τη λαχτάρα της, τον πόνο και τον
καημό της.
-Έλα, έλα Σουλτή και η Παναγιά γέννησε στον καιρό της, δεν
είν’ ώρα να κλαις μα να χαίρεσαι. Τώρα γιορτάζουμ’ τη λύτρωσή μας, είπε με ύφος
ιεροκήρυκα που ήξερε τα θεολογικά φαρσί.
Και σαν ρούφηξαν τη νερόβραστη σούπα τους τράβηξαν και το
μαρέτς* να ζεσταθούν καλά, ακούμπησαν τη ράχη τους στα μαξιλάρια τα
χειμωνιάτικα κι άπλωσαν τα ποδάρια τους κατά το τζάκι.
-Δόξα νάχ’ ο Θεός, είπε ο κυρ-Θανασός σκουπίζοντας τα παχιά
μουστάκια του κι άναψε το λουλά του. Κι η κόνα-Σουλτή άνοιξε το εκκλησιαστικό
βιβλίο της κι άρχεψε να διαβάζει τη μετάληψη: «Από ρυπαρών χειλέων, από
βδελυράς καρδίας…….» Νύχτα θα μεταλάβαινε ύστερα από τη μεγάλη νηστεία.
Και σαν αποτελείωσε
την προσευχή της, διάβασε τόσες σελίδες ακατανόητες γι αυτήν, μα που ήταν «τα’
άγια λόγια του Θεγιού», έψησε το φαγί της. Έβαλε την τρίποδη σχάρα στη φωτιά
και καλόθεσε τον τέντζερη με την κότα να βράσει. Έκοψε το κρέας, έβγαλε
μπριζόλες για τη σκάρα, χώρισε το λαρδί και καλόθεσε όλα γρήγορη και σβέλτη.
Όταν έπεσαν να κοιμηθούν άκουαν το βοριά να σφυρίζει και το χιόνι να παίζει το
χορό του. Η καντήλα τσιτσίριζε και τραγουδούσε. Έτσι αποκοιμήθηκαν με τις
πλάτες ενωμένες, η κόνα-Σουλτή και ο Θανασός,- πράμα που βαστούσε σαράντα
χρόνια τώρα- για να ζεσταθούν. Έτσι τους βρήκε και το ξύπνημά τους, που με τους
χτύπους της καμπάνας, ήρτε να τους θυμίσει πως γεννιέται ο Χριστός.
Λαμπροντυμένοι κι οι δυό τους ξεκίνησαν σκοτεινά για την εκκλησία. Το χιόνι και
ο βοριάς κόπασαν. Η κόνα-Σουλτή δεν χόρταινε τις ακολουθίες και τα ψαλσίματα,
«Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον……» και σαν καλή χριστιανή μετάλαβε την άγια
μετάδοση από το χρυσό κουτάλι του Παπαμόσκου.
Τώρα χαρούμενη ξεκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού τους.
Μπαίνοντας φιλήθηκαν, το φίλημα χαράς.
-Χρόνια Πολλά, Θανασό.
-Ευτυχισμέν’ Σουλτή
-Ν’ αξιωθούμ’ Σουλτή και καλό Πάσκα.
-Αμήν, Θανασό μ’, αμήν
-Καλά Χριστούγεννα.
-Και εις έτη πολλά κι ευτυχισμένα.
Μαρέτς= χειμωνιάτικο ποτό από κρασί βρασμένο μέσα σε μαύρο
πιπέρι για να καίει. Το ‘πιναν στο κρύωμα ή όταν έκανε πολύ κρύο
Από το βιβλίο του Π. Παπαχριστοδούλου: Χριστούγεννα,
Πρωτοχρονιά και Πασχαλιά στην Ανατολική Θράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου