από τον Επιτάφιο (ΙΙ, V)
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρὰ των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πως μ᾿ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ᾿ αυγερινὸ τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλα ήτανε γιὰ μένα.
Νιότη απ᾿ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειὰ δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα που θα κρατηθώ, που θα σταθώ, που θα μπω,
που απόμεινα ξερὸ δεντρὶ σε χιονισμένο κάμπο;
Γιε μου, αν δε σου ‘ναι βολετὸ να ‘ρθεις ξανὰ σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν ειν᾿ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκὰ θα σε κρατήσω.
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε ψηλώνει ο ήλιος έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.
Θα καρτεράει το κρύο νερὸ το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα.
Θα καρτεράει κ᾿ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργὸς θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.
Θα καρτεράει κ᾿ η ρούγα μας τ᾿ αδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ᾿ αηδονολάλημά σου.
Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιὲς ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ᾿ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν
Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.
Και γω θα καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ και μεσημέρι
να ‘ρθει ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
(Γιάννης Ρίτσος,
Ποιήματα, εκδ. Κέδρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου