Η Μάννα του Χριστού
Κατεβάζω στα μάτια τη μάυρην ομπόλια,
για να πάψη ο νους με τα μάτια να βλέπῃ.
. .
Ξεφαντώνουν τ᾿ αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεμονιάς σε κυκλώνει λεπτὴ μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πως μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθὼς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αίμα τα ’στήθια, που βύζαξες γάλα.
Πως αδύναμη στάθηκε, τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρὰ Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπης!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιὸ τ᾿ όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ άγνωμα πλήθη
κι᾿ όσο ο ήλιος να πέσῃ και νάρθῃ το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι᾿ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι᾿ ακόμα
σα ρωτήσανε: «Ποιὸς ο Χριστός;» τι ῾πες «Να με!»
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ᾿ έμαθ᾿ ακόμα!
Κώστας Βάρναλης
πηγή: Google
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου