.............Η καημένη η θεία Μαργαρώ, κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά στον
Παράδεισο, που τόσο πίστευε, παρέα με τα αγγελάκια, κοντά στην κυρά την Παναγία,
και όλους τους Άγιους που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες κάθε
απόβραδο, μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη
μικρή ενοριακή εκκλησία.
Κι όμως... δεν το’ λπιζε να πάει. Kι έλεγε…
-Κολάζεται κανένας γιέ μου! Κολάζεται και δεν το
καταλαβαίνει! Γι’ αυτό δεν πρέπει
κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έμαθαν οι
πατεράδες μας και που ξέρανε οι «παλιοί»
Κι ανάμεσα σ’αυτά τα πρεπούμενα, που ενέπνεαν μια αληθινή
και αφελής
ευλάβεια και πίστη, ανάμεσα στις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τα αγιοκέρια που φώτιζαν το εικονοστάσι με τα άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, την τακτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά , ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία….
ευλάβεια και πίστη, ανάμεσα στις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τα αγιοκέρια που φώτιζαν το εικονοστάσι με τα άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, την τακτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά , ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία….
Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, τις προηγιασμένες, νήστευε των
Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το
έγραφαν τα χαρτιά και που νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία
ήταν η « Άγια και Μεγάλη Τεσσαρακοστή»
-Κολάζεται κανένας γιέ μου!…κολάζεται και δεν το
καταλαβαίνει! Έλεγε η καημένη η θεία-Μαργαρώ.
Και μεις οι πειρασμοί, εκπρόσωποι του Πονηρού, εβάλαμε σκοπό
να την κολάσουμε! Μια βδομάδα ολόκληρη, ύστερα απ’ την Καθαρή Δευτέρα, ενήστευε
παραδειγματικά με μαρουλάκια, ελίτσες, βρεχτοκούκια και κάπου-κάπου λιγάκι
χαλβά. Μονάχα την Κυριακή εμαγείρευε κανένα λαδερό αγκιναροκούκι, ή λαδοπίλαφο
με ξερό χταπόδι…. Κι έπειτα, λιγάκι ρετσινάτο «για να στυλωθεί κανενός η καρδιά
του γιέ μου», επισφράγιζε πραγματικά την «κατάλυση οίνου και ελαίου»
Κι όμως εμείς οι Ιούδες βαλθήκαμε να τη λερώσουμε. Έξω στο
παράσπιτο, στην άκρη της αυλής, για να μη λερώσει την κουζίνα που άστραφτε από
πάστρα, είχε βάλει να μαγειρέψει το περίφημο λαδοπίλαφο με το χταπόδι, ενώ για
μας, σ’ άλλο τσουκάλι έβραζε αληθινό πιλάφι με κρέας. , ένα ατζέμ πιλάφι, από
κείνα που μονάχα η θεία-Μαργαρώ ήξερε να φτιάνει.
Ο πειρασμός ξελαμπάδιασε μονομιάς μέσα στο μυαλό μας. Και
ούτε καιρό δεν χάσαμε σε μάταιη συννενόηση…Με μια ματιά, συννενοηθήκαμε και το
κακό έγινε. Ένα κομμάτι κρέας παχύ έσμιξε μέσα στο λαδοπίλαφο με τα ισχνά
κομμάτια ξερού χταποδιού.
Με τι καρδιοχτύπι περιμέναμε το μεσημέρι ν’ αρχίσει το
φαγητό…..ξεχνώντας ακόμα και το δικό μας νόστιμο πιλάφι. Και να!...Ύστερα απ’
την πρώτη, δεύτερη μπουκιά, το πιρούνι της ανάσυρε το σώμα του εγκλήματος. Το
γύρισε από δω, το γύρισε από κει, με ιερή φρίκη το γεροντικό της, μα τόσο
συμπαθητικό πρόσωπο, πήρε μια έκφραση συνριβής. Ύστερα μας κοίταξε, ενώ εμείς
σκύβαμε τα μάτια έτοιμοι να γελάσουμε,
μα χωρίς να μπορούμε.
Περιμέναμε τη δίκαιη τιμωρία μας. Μα εκείνη είπε μονάχα με
σπαραγμό σπρώχνοντας το πιάτο της.
-Η αμαρτία στο λαιμό σας!...
Κι αλήθεια, θαρρείς, σαν η αμαρτία να ήταν κάποιο πράγμα
ήρθε κι έκατσε στο λαιμό μας. Κομπιάσαμε, ξεροκατάπιαμε, αφήσαμε το φαΐ μας και
μπρουμιτίζοντας στο τραπέζι, αρχίσαμε τα κλάματα.
Τότε η καλή γερόντισσα που ο θρήνος μας και η μεταμέλειά μας
την είχε συγκινήσει, κατανικώντας κάθε απέχθεια, κάθε ευλάβεια και πεποίθηση,
προσπάθησε να μας παρηγορήσει. Και παίρνοντας το κρέας του Πειρασμού, άρχισε να
τρώει, μπροστά στα κατάπληκτα και κλαμένα μάτια μας λέγοντας.
-Να μπρε σεις!...Φάτε!...κι άστε
τα κλάματα….φάτε!...ο Θεός δεν ξεσυνερίζει!
Γ. ΑΝΝΙΝΟΣ ( Από το περιοδικό Η
Διάπλασις των Παίδων 1936 )
πηγή: κείμενα λογοτεχνιας(σχολικό βιβλίο)
πηγή: κείμενα λογοτεχνιας(σχολικό βιβλίο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου