Η Επανάσταση του 1821 μέσα από το Δημοτικό τραγούδι και τη
ζωγραφική
Η Έξοδος του Μεσολογγίου- Θεόδωρος Βρυζάκης
Χιλιάδες τούρκοι ζώνουνε το έρμο Μεσολόγγι.
Κι’ ως τώρα ακόμη τραγουδούν οι πλαϊνοί του λόγγοι.
«Παράδωσε μας τα κλειδιά γίνου δικό μας πάλι»
κι’ εκείνο λέει: Τάδωκα στα χεριά του Καψάλη.
Χιλιάδες τούρκοι ζώνουνε το κάστρο ένα μηνά.
Κι’ αυτό παλεύει αδιάκοπα μ’ αρρώστεια και με πείνα.
Δεν παραδίδει τα κλειδιά , πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύη το ψωμί, κι ας σώνεται τ’ αλεύρι.
…………………………………………………………………….
Και σώθηκε όλο το ψωμί, και σώθηκε τ’ αλεύρι…
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα το Λαζάρου…
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν, κρυμμένοι στα χαντάκια,
Σκότωσαν γυναικόπαιδα, χάλασαν το γεφύρι,
πηγή: http://www.psagiosilias.gr/history-dhmotiko.htm
Νικόλαος Γύζης-
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πού 'χαν μείνει στην έρημη γη.
Διονύσιος Σολωμός
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πού 'χαν μείνει στην έρημη γη.
Διονύσιος Σολωμός
«Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, κι ο Αλέξης ο μεγάλος
και το μικρό Βλασόπουλον αντάμα τρων και πίνουν
κ' εκεί που τρων και πίνουνε, και συχνοχαιρετιώνται,
φωνή τους ήρτ' απ' ουρανούς, κ' απ' Αρχαγγέλου στόμα.
- Εσείς τρώτε και πίνετε, κ' οι Τούρκοι σας κουρσεύουν,
πήραν τ' Αλέξη δυό παιδιά, του Κωσταντή τη μάνα,
πήραν και τού Βλασόπουλου την όμορφη αδερφή του.
και το μικρό Βλασόπουλον αντάμα τρων και πίνουν
κ' εκεί που τρων και πίνουνε, και συχνοχαιρετιώνται,
φωνή τους ήρτ' απ' ουρανούς, κ' απ' Αρχαγγέλου στόμα.
- Εσείς τρώτε και πίνετε, κ' οι Τούρκοι σας κουρσεύουν,
πήραν τ' Αλέξη δυό παιδιά, του Κωσταντή τη μάνα,
πήραν και τού Βλασόπουλου την όμορφη αδερφή του.
Δημοτικό γιά τό κλεφτόπουλο, Ζαμπέλιου Σπυρίδωνος
Ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλλα
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
Διονύσιος Τσόκος- Η φυγή απ’την Πάργα
Της Πάργας
-Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι από τ’αντίκρι μέρη,
Της Πάργας
-Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι από τ’αντίκρι μέρη,
Πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια,
από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει
τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κιόλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
εκεί καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζύρι κάψαν.
Εκεί ναι κόκκαλα γονιού, που το παιδί τα καίει,
να μην τα βρουν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύ,όπου βογκούν τα δάση,
και το δαρμό που γίνεται, τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
Φιλούν τις πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον άη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια
έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον άη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσία σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια
έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πο' τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν και σένα
Τ' άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν και σένα
Πάρτε μαννάδες τα παιδιά, παπάδες τους αγίους,
Αστε λεβέντες τα’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια
Και τα’ αντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε του γονιού σας
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ν. Πολίτης, Δημοτικά τραγούδια, Γράμματα, Αθήνα 1991
Πέντε νομάτοι σόμειναν - κ' εκείνοι λαβωμένοι!
Κ'είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον
……………
Χωρὶς
ψαλμοὺς και θυμιατά, χωρὶς φωτοχυσία
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δεν ανασαίνουνε, και βλέπεις κάπου-κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους,
σπαθιὰ που τόσο εδούλεψαν για το γλυκό τους Σούλι!
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης από το ποίημα Ο Σαμουήλ
Επέσανε
τα Γιάννενα, σιγά να κοιμηθούνε,
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια.
Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της,
γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει.
Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.
Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,
κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης Στίχος απ' το ποίημα: Επέσανε τα Γιάννενα
Της Λένως Μπότσαρη
Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε
σκλαβώθηκαν οι αρφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες
κι η Λένω δεν επέρασε δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου